λόε: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=loe
|Transliteration C=loe
|Beta Code=lo/e
|Beta Code=lo/e
|Definition=λοέσσας, λοεσσάμενος, λοέσσομαι, v. [[λούω]]. λοετρόν, λοετροχόος, v. λουτρ-. λοέω, v. [[λούω]]. λοιάδες· <b class="b3">αἱ κόραιτῶν ὀφθαλμῶν</b>, Theognost.<span class="title">Can.</span>22; cf. [[λογάς]] (B). λοίαξ· <b class="b3">ὁ ξηρὸς χόρτος</b>, Hsch.
|Definition=[[λοέσσας]], [[λοεσσάμενος]], [[λοέσσομαι]], v. [[λούω]]. λοετρόν, λοετροχόος, v. λουτρ-. λοέω, v. [[λούω]]. λοιάδες· <b class="b3">αἱ κόραιτῶν ὀφθαλμῶν</b>, Theognost.''Can.''22; cf. [[λογάς]] (B). λοίαξ· <b class="b3">ὁ ξηρὸς χόρτος</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λόε:''' Επικ. αντί <i>ἔλουε</i>, γʹ ενικ. παρατ. του [[λούω]].
|lsmtext='''λόε:''' Επικ. αντί <i>ἔλουε</i>, γʹ ενικ. παρατ. του [[λούω]].
}}
}}

Latest revision as of 16:06, 24 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λόε Medium diacritics: λόε Low diacritics: λόε Capitals: ΛΟΕ
Transliteration A: lóe Transliteration B: loe Transliteration C: loe Beta Code: lo/e

English (LSJ)

λοέσσας, λοεσσάμενος, λοέσσομαι, v. λούω. λοετρόν, λοετροχόος, v. λουτρ-. λοέω, v. λούω. λοιάδες· αἱ κόραιτῶν ὀφθαλμῶν, Theognost.Can.22; cf. λογάς (B). λοίαξ· ὁ ξηρὸς χόρτος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 61] ep. aor. zu λοέω, λούω, Od. 10, 361.

French (Bailly abrégé)

v. λόω.

Russian (Dvoretsky)

λόε: эп. 3 л. sing. impf. к λόω.

Greek (Liddell-Scott)

λόε: λοέσσας, λοεσσάμενος, λοέσσομαι, ἴδε ἐν λ. λούω.

English (Autenrieth)

see λούω.

Greek Monotonic

λόε: Επικ. αντί ἔλουε, γʹ ενικ. παρατ. του λούω.