ἡλιαστής: Difference between revisions
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=iliastis | |Transliteration C=iliastis | ||
|Beta Code=h(liasth/s | |Beta Code=h(liasth/s | ||
|Definition= | |Definition=ἡλιαστοῦ, ὁ,<br><span class="bld">A</span> ([[ἡλιαία]] 2) [[heliast]], Ar.V.206,891, Eq. 255, IG12.63.14, etc.<br><span class="bld">II</span> [[fuller]] = Lat. [[lutor]], ''Glossaria''. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:15, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡλιαστοῦ, ὁ,
A (ἡλιαία 2) heliast, Ar.V.206,891, Eq. 255, IG12.63.14, etc.
II fuller = Lat. lutor, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1160] ὁ, der Richter in der Heliaia (s. oben unter ἡλιαία), Ar. Equ. 255 u. öfter; ἡλιαστῶν ὅρκος, s. Dem. 24, 149-151.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
héliaste, juge membre de l'Héliée, tribunal populaire athénien.
Étymologie: ἡλιάζομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἡλιαστής: οῦ ὁ гелиаст, член гелиеи (суда присяжных в Афинах) Arph., Dem.
Greek (Liddell-Scott)
ἡλιαστής: -οῦ, ὁ, (ἡλιαία 2), δικαστὴς ἐν τῇ Ἠλιαίᾳ, Ἀριστοφ. Σφ. 206, 891, Ἱππ. 255, κτλ.
Greek Monolingual
ἡλιαστής, ὁ (Α) ηλιάζομαι
1. δικαστής που αποτελούσε μέλος του δικαστηρίου της ηλιαίας
2. (γλώσσ.) γναφέας, λευκαντής μαλλιών ή μάλλινων υφασμάτων.
Greek Monotonic
ἡλιαστής: -οῦ, ὁ, δικαστής στο δικαστήριο της Ηλιαίας, Ηλιαστής, σε Αριστοφ.