μίαχος: Difference between revisions
From LSJ
Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίων † τὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=miachos | |Transliteration C=miachos | ||
|Beta Code=mi/axos | |Beta Code=mi/axos | ||
|Definition=[[μίασμα]], [[ἀσέβημα]], [[κτλ]]., Hsch.; also, = [[τὸ δυσῶδες]], Id. μιαχρός, ά, όν, = [[καθαρός]], Id. | |Definition=[[μίασμα]], [[ἀσέβημα]], [[κτλ]]., [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; also, = [[τὸ δυσῶδες]], Id. μιαχρός, ά, όν, = [[καθαρός]], Id. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:17, 25 August 2023
English (LSJ)
μίασμα, ἀσέβημα, κτλ., Hsch.; also, = τὸ δυσῶδες, Id. μιαχρός, ά, όν, = καθαρός, Id.
German (Pape)
[Seite 182] τό, u. μιαχρός, = μίασμα, μιαρός, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μίαχος: (;) «μίασμα, ἀσέβημα· τίθεται δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ δυσώδους» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μίαχος (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
1. «μίασμα, ἀσέβημα»
2. «τὸ δυσῶδες».
[ΕΤΥΜΟΛ. Από θ. μια- του μιαίνω, πιθ. με επίθημα -χος (πρβλ. βόστρυχος)].