ἀναστέλλω: Difference between revisions
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anastello | |Transliteration C=anastello | ||
|Beta Code=a)naste/llw | |Beta Code=a)naste/llw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[send up]], [[raise]], νέφεα Arat.417:—Med., [[gird]] or [[tuck up]] one's clothes, νεβρίδας ἀνεστείλαντο E.''Ba.''696; ἀναστέλλεσθ' ἄνω τὰ χιτώνια Ar.''Ec.''268: abs., ἀναστειλαμένη Artem.4.44:—Pass., <b class="b3">ἀνεσταλμένῳ τῷ χιτῶνι</b> with one's frock [[girt up]], Plu.2.178c.<br><span class="bld">II</span> [[draw back]], e.g. the flesh in a surgical operation, Hp.''VC''14; [[push back]] or [[up]], <b class="b3">τὰς ῥίζας [τῶν ὄρχεων]</b> Arist.''HA''632a17:—Pass., to [[be turned up]], of the foot, Hp.''Mochl.''24.<br><span class="bld">2</span> [[open]], στόμια μεμυκότα Ph.1.278,al.<br><span class="bld">3</span> [[repulse]], [[check]] an assault, E.''IT''1378, Th.6.70, X.''An.'' 5.4.23: generally, οἱ ἄνεμοι ἀ. τὰ νέφη Arist.''Pr.''943a35, cf. Epicur. ''Ep.''2p.51U.; φόβος ἀ. τινά Ael.''NA''5.54: Medic., [[check]] a discharge, etc., Leonid. ap. Aët.16.40, cf. Sor.2.9:—Med., [[suppress one's inclinations]], [[dissemble]], Plb.9.22.9:—Pass., Th.3.98, Phld.''Ir.''p.82 W.: c. gen., ἀ. τοῦ.. to be restrained from.., Ael.''NA''8.10; ἀνεστάλησαν τὴν ὁρμήν ''VH''6.14.<br><span class="bld">4</span> [[remove]], [[make away with]], γῆν D.S.17.82; τὰ ἐμποδών Ph.1.407.<br><span class="bld">5</span> [[lay aside]], Dam.''Pr.''400.<br><span class="bld">III</span> in Med., [[renounce]], [[refuse]], ἀναστέλλεσθαι τροφήν Ael.''NA''11.14. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:08, 25 August 2023
English (LSJ)
A send up, raise, νέφεα Arat.417:—Med., gird or tuck up one's clothes, νεβρίδας ἀνεστείλαντο E.Ba.696; ἀναστέλλεσθ' ἄνω τὰ χιτώνια Ar.Ec.268: abs., ἀναστειλαμένη Artem.4.44:—Pass., ἀνεσταλμένῳ τῷ χιτῶνι with one's frock girt up, Plu.2.178c.
II draw back, e.g. the flesh in a surgical operation, Hp.VC14; push back or up, τὰς ῥίζας [τῶν ὄρχεων] Arist.HA632a17:—Pass., to be turned up, of the foot, Hp.Mochl.24.
2 open, στόμια μεμυκότα Ph.1.278,al.
3 repulse, check an assault, E.IT1378, Th.6.70, X.An. 5.4.23: generally, οἱ ἄνεμοι ἀ. τὰ νέφη Arist.Pr.943a35, cf. Epicur. Ep.2p.51U.; φόβος ἀ. τινά Ael.NA5.54: Medic., check a discharge, etc., Leonid. ap. Aët.16.40, cf. Sor.2.9:—Med., suppress one's inclinations, dissemble, Plb.9.22.9:—Pass., Th.3.98, Phld.Ir.p.82 W.: c. gen., ἀ. τοῦ.. to be restrained from.., Ael.NA8.10; ἀνεστάλησαν τὴν ὁρμήν VH6.14.
4 remove, make away with, γῆν D.S.17.82; τὰ ἐμποδών Ph.1.407.
5 lay aside, Dam.Pr.400.
III in Med., renounce, refuse, ἀναστέλλεσθαι τροφήν Ael.NA11.14.
Spanish (DGE)
A tr.
I c. mov. hacia arriba
1 en v. med.
a) c. ac. del vestido sujetarse arriba νεβρίδας τ' ἀνεστείλανθ' se abrocharon arriba (sobre el hombro) pieles de cervato (las Bacantes), E.Ba.696
•remangarse ἀναστέλλεσθ' ἄνω τὰ χιτώνια remangaos las túnicas Ar.Ec.268, abs. ἀναστειλαμένη γυνή mujer que se levanta el vestido Artem.4.44, en v. pas. ἀνεσταλμένῳ τῷ χιτῶνι con la túnica arremangada Plu.2.178c;
b) c. ac. de una parte del cuerpo remangarse y enseñar, enseñar τὰ αἰδοῖα Clem.Al.Prot.2.20.3.
2 en v. act. abrir στόμια μεμυκότα Ph.1.278.
II c. mov. hacia atrás, gener. en v. act.
1 apartar, retirar τὴν γῆν D.S.17.82, τὰ ἐμποδών Ph.1.407, Dam.Pr.400, tb. de pers. πολιτικὸν δὲ ὄντα ... ἀναστέλλειν ... ἐπειφᾶτο intentó apartarlo de la política Porph.Plot.7.21.
2 echar hacia atrás, apartar hacia atrás los tejidos en operaciones, Hp.VC 14, τὰς ῥίζας (τῶν ὀρχέων) Arist.HA 632a17
•part. subst. τὸ ἀναστεῖλον melena o mechón echado hacia atrás, tupé op. al ‘flequillo’, Arist.Phgn.812b35
•en v. pas. ser forzado hacia atrás de un hueso, Hp.Mochl.24.
3 hacer retroceder, rechazar esp. como término militar repeler, tener a raya εἶργον ἡμᾶς τοξόται ... ὥστ' ἀναστεῖλαι πρόσω E.IT 1378, ἱππῆς ... εἶργον ... καὶ ἀνέστελλον Th.6.70, cf. X.An.5.4.23, I.BI 1.38, 147
•en gener. hacer retroceder τοῦ φόβου ἀναστείλαντος αὐτόν Ael.NA 5.54
•replegar δύναμιν εἰς ἑαυτόν Iust.Phil.Dial.128.3
•en v. pas. ser repelido ὀσμῇ Philum.Ven.6.1.
4 contener, detener hemorragias, etc., Leonid. en Aët.16.40, cf. Sor.71.25
•en gener. ταραχήν I.BI 2.269, cf. 3.14, τὴν ἀταξίαν PLips.40.2.11 (IV d.C.), τὰ ἀδικήματα PMasp.9.re.4, cf. ue.2 (VI d.C.), μῆνιν ... Διονύσου Nonn.D.24.6, τὰς συνουσίας πρὸς τοὺς πονηρούς Chrys.M.55.418
•en v. med. rehusar τὴν τρυφήν Ael.NA 11.14
•detener, coger preso, SB 7518.9 (IV/V d.C.).
5 empujar, arremolinar el aire a las nubes οἱ ἄνεμοι ... τὰ νέφη Arist.Pr.943a35, (ἀέρος) ἀναστέλλοντος ἐπὶ τοσοῦτον ἐφ' ὅσον κύκλῳ περιστῆσαι τὸ νεφοειδὲς τοῦτο Epicur.Ep.[3] 110.9, (νέφεα) θλίβετ' ἀναστέλλοντος ὀπωρινοῦ ἀνέμοιο Arat.417, cf. Plu.2.758d.
6 cobrar εἰς τὸ ἴδιον ἀνέστιλε PLond.412.10 (IV d.C.), cf. PFlor.384.37 (V d.C.).
B intr. en v. med.-pas.
I retirarse τοξευόμενοι γὰρ οἱ Αἰτωλοί ... ἀνεστέλλοντο Th.3.98, κολασθεὶς ἀνασταλήσεται Phld.Ir.82
•apartarse, desaparecer ἀνεστάλη ἡ γῆ ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ la tierra se retiró ante su rostro LXX Na.1.5, ἡ γῆ ... ἀνασταλήσεται, τουτέστι, χωρήσει πρὸς τὸ μηδέν Cyr.Al.M.71.789A.
II 1contenerse, reprimirse κἂν ὅλως τὸν ... χρόνον ἀναστέλλωνται Plb.9.22.9.
2 c. gen. cesar de, dejar de, renunciar a ἀνεστάλησαν τοῦ ἐκπορεύεσθαι εἰς τὴν χώραν cesaron de hacer incursiones LXX 1Ma.7.24, τῆς ἁρπαγῆς I.BI 4.400, τοῦ χωρεῖν Ael.NA 8.10.
German (Pape)
[Seite 209] 1) zurückschicken, -treiben, -halten, Xen. An. 5, 4, 23 Pol. 8, 6 u. s. w.; τί τινος, z. B. ναῦν ὁρμῆς, am Fahren hindern, Ael. H. A. 2, 17; pass., Halt machen, Thuc. 3, 98 Pol. 9, 22, thun, als wolle man sich zurückziehen, u. übh. sich verstellen, wie tergiversari; ἀναστέλλειν τὴν γῆν, wegschaffen, D. Sic. 17, 82. – Med., ἀνεστέλλοντο τροφήν, sie enthielten sich der Nahrung, Ael. H. A. – 2) in die Höhe schicken, ὀπωπάς Christod. ecphr. 65, die Augen emporrichten; allgem., aufheben, Nonn.; bes. von der Kleidung, aufschürzen, τὰ χιτώνια Ar. Eccl. 268; ἀνεσταλμένος χιτών, ein hoch aufgeschürzter Rock, Plut., bes. med., sich aufschürzen. Bei Eur. Bacch. 685 νεβρίδας ἀνεστείλαντο = zogen sich wieder an.
French (Bailly abrégé)
1 (ἀνά, en haut) ramener en haut, relever : ἀνεσταλμένος χιτών PLUT tunique relevée;
2 (ἀνά, en arrière) faire reculer, refouler ; arrêter, contenir : τινα avec l'inf. retenir ou détourner qqn de;
Moy. ἀναστέλλομαι écarter, refuser, acc..
Étymologie: ἀνά, στέλλω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναστέλλω:
1 высоко поднимать, подбирать, задирать вверх (τὰς ῥίζας ἄνω Arst.): ἀνεσταλμένος χιτών Plut. высоко подобранный хитон; med. подтягивать на себе, т. е. надевать на себя (χιτώνια Arph.; νεβρίδας Eur.);
2 отгонять прочь, отбивать, отражать (sc. πολεμίους Eur., Thuc., Xen.; οἱ ἄνεμοι ἀναστέλλουσι τἄ νέφη Arst.);
3 удалять, счищать (τὴν γῆν Diod.);
4 сдерживать (τινὰ τῆς ἐπί τι ὁρμῆς Diod.); med. сдерживать себя, быть сдержанным Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναστέλλω: ἀναπέμπω, ἐγείρω, ὀπωπὰς Χριστοδ. Ἔκφρ. 63: ― Μέσ. ἀνασηκώνω καὶ ζώννω ἐπάνω τὰ ἱμάτιά μου, νεβρίδας τ’ ἀνεστείλανθ’ Εὐρ. Βάκχ. 696· ἀνεστέλλεσθ’ ἄνω τὰ χιτώνια Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 268· ἀπολ., ἀναστείλασθαι Ἀρτεμίδ. 4. 44: ― Παθ., ἀνεσταλμένῳ τῷ χιτῶνι, περιεζωσμένῳ ὑψηλά, Πλούτ. 2. 178C: ― πρβλ. ἀνασύρω. ΙΙ. ἀνέλκω, σύρω πρὸς τὰ ὀπίσω, π.χ. τὴν σάρκα κατὰ χειρουργικήν τινα ἐγχείρησιν, τάμνοντα δὲ χρὴ ἀναστεῖλαι τὴν σάρκα ἀπὸ τοῦ ὀστέου Ἱππ. π. Κεφ. Τρωμάτ. 907, πρβλ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 50, 6: ― Παθ., στρέφομαι πρὸς τὰ ἄνω, πτέρνα βραχεῖ ἄκρως ἀνέσταλται Ἱππ. Μοχλ. 855. 2) ἀπωθῶ, δὲν ἀφίνω νὰ πλησιάσῃ, ἐν χρήσει κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἀποκρούσεως ἐφόδου εὐζώνων ἢ ψιλῶν, Εὐρ. Ι. Τ. 1378, Θουκ. 6. 70, Ξεν. Ἀν. 5. 4, 23· οἱ ἄνεμοι ἀν. τὰ νέφη Ἀριστ. Προβλ. 26. 29· φόβος ἀν. τινὰ Αἰλ. π. Ζ. 5. 54: ― Μέσ., περιορίζω ἢ καταπνίγω τὰς ὁρμάς μου, ὑποκρίνομαι, προσποιοῦμαι, Πολύβ. 9. 22, 9: ‒ - Παθ., ὑποστρέφω, ἀποχωρῶ, μένω ὀπίσω, Θουκ. 3. 98· μ. γεν., ἀναστέλλω ἐμαυτόν, τοῦ περαιτέρω χωρεῖν ἀναστέλλονται Αἰλ. π. Ζ. 8. 10. 3) μετακινῶ, σηκώνω, μετατοπίζω, «πάλιν ἀναστέλλουσι τὴν γῆν (ἀπὸ τῶν περικεχωσμένων ἀμπέλων) κατὰ τὸν τοῦ βλαστοῦ καιρόν» Διόδ. 17. 82. ΙΙΙ. κατὰ μέσ. τύπον, ἀρνοῦμαι νὰ λάβω, ἀπέχομαι, περὶ ἐλέφαντος, τότε καὶ τροφὴν ἀνεστέλλετο Αἰλ. περὶ Ζ. 11. 14.
Greek Monolingual
(AM ἀναστέλλω)
έλκω προς τα πίσω, συγκρατώ, αναχαιτίζω
(νεοελλ.-μσν.) διακόπτω, σταματώ
μσν.
παραλύω μια σωματική ικανότητα
αρχ.
1. αναγκάζω σε υποχώρηση
2. μέσ. α) ανασηκώνω και ζώνω το ένδυμά μου
β) αποχωρώ, μένω πίσω
γ) προσποιούμαι, υποκρίνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + στέλλω.
ΠΑΡ. ανασταλτικός, αναστολή
μσν.- νεοελλ.
ανάσταλμα
νεοελλ.
ανασταλτήριος, ανασταλτός, αναστολέας].
Greek Monotonic
ἀναστέλλω: μέλ. -στελῶ,
I. αναπέμπω, εγείρω — Μέσ., «ζώνω» τα ρούχα μου, σε Ευρ., Αριστοφ.
II. αποπέμπω, εκδιώχνω, απωθώ, αποκρούω επίθεση, σε Ευρ., Θουκ. — Παθ., αποχωρώ, μένω πίσω, σε Θουκ.
Middle Liddell
I. to raise up:— Mid. to gird up one's clothes, Eur., Ar.
II. to keep back, repulse an attack, Eur., Thuc.:—Pass. to retire, Thuc.