ἀσπαστός: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aspastos
|Transliteration C=aspastos
|Beta Code=a)spasto/s
|Beta Code=a)spasto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[ἀσπάσιος]], [[welcome]], Hom. (only in Od.), Ὀδυσῆ' ἀσπαστὸν ἔδυ φάος ἠελίοιο <span class="bibl">13.35</span>, cf. <span class="bibl">5.398</span>, <span class="bibl">23.239</span>; κάρτα ἀ. [τὸ πρᾶγμα] ἐποιήσαντο <span class="bibl">Hdt.5.98</span>; τοῖσι ἡ τυραννὶς πρὸ ἐλευθερίης ἦν ἀσπαστότερον <span class="bibl">1.62</span>, cf. <span class="bibl">E.<span class="title">Rh.</span>348</span> (lyr.), <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>15.184d</span> (Comp.). Adv. [[ἀσπαστῶς]] = [[joyfully]] <span class="bibl">Hdt.4.201</span>, Lyc.1090; τὸ τῆς ζωῆς ἀσπαστόν <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>3p.61U.</span>; neut. [[ἀσπαστόν]] as adverb, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>42</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> to [[be welcomed]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phlb.</span> 32d</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[ἄσπαστον]], τό, an [[instrument]] of uncertain use, <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>544.25</span> (ii/iii A.D.).</span>
|Definition=ἀσπαστή, ἀσπαστόν,<br><span class="bld">A</span> = [[ἀσπάσιος]], [[welcome]], Hom. (only in Od.), Ὀδυσῆ' ἀσπαστὸν ἔδυ φάος ἠελίοιο 13.35, cf. 5.398, 23.239; κάρτα ἀ. [τὸ πρᾶγμα] ἐποιήσαντο Hdt.5.98; τοῖσι ἡ τυραννὶς πρὸ ἐλευθερίης ἦν ἀσπαστότερον 1.62, cf. E.''Rh.''348 (lyr.), Them.''Or.''15.184d (Comp.). Adv. [[ἀσπαστῶς]] = [[joyfully]] Hdt.4.201, Lyc.1090; τὸ τῆς ζωῆς ἀσπαστόν Epicur.''Ep.''3p.61U.; neut. [[ἀσπαστόν]] as adverb, Hes.''Sc.''42.<br><span class="bld">2</span> to [[be welcomed]], [[Plato|Pl.]]''[[Philebus|Phlb.]]'' 32d.<br><span class="bld">II</span> [[ἄσπαστον]], τό, an [[instrument]] of uncertain use, ''BGU''544.25 (ii/iii A.D.).
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 10:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσπαστός Medium diacritics: ἀσπαστός Low diacritics: ασπαστός Capitals: ΑΣΠΑΣΤΟΣ
Transliteration A: aspastós Transliteration B: aspastos Transliteration C: aspastos Beta Code: a)spasto/s

English (LSJ)

ἀσπαστή, ἀσπαστόν,
A = ἀσπάσιος, welcome, Hom. (only in Od.), Ὀδυσῆ' ἀσπαστὸν ἔδυ φάος ἠελίοιο 13.35, cf. 5.398, 23.239; κάρτα ἀ. [τὸ πρᾶγμα] ἐποιήσαντο Hdt.5.98; τοῖσι ἡ τυραννὶς πρὸ ἐλευθερίης ἦν ἀσπαστότερον 1.62, cf. E.Rh.348 (lyr.), Them.Or.15.184d (Comp.). Adv. ἀσπαστῶς = joyfully Hdt.4.201, Lyc.1090; τὸ τῆς ζωῆς ἀσπαστόν Epicur.Ep.3p.61U.; neut. ἀσπαστόν as adverb, Hes.Sc.42.
2 to be welcomed, Pl.Phlb. 32d.
II ἄσπαστον, τό, an instrument of uncertain use, BGU544.25 (ii/iii A.D.).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Alolema(s): dór. -ά IE 39.5, Mosch.5.7
1 recibido con alegría, bienvenido ἥκεις, ὦ ποταμοῦ παῖ, ... ἀ. E.Rh.348, κάρτα ἀσπαστὸν ἐποιήσαντο καὶ ἀναλαβόντες παῖδας Hdt.5.98
neutr. como adv. con alegría ὡς δ' ὅτ' ἀνὴρ ἀσπαστὸν ὑπεκπροφύγῃ κακότητα Hes.Sc.42
grato τῷ δ' ἀσπαστὸν ἐείσατο κοιμηθῆναι Od.7.343, ἦ κ' ἀσπαστὸν ἐμοὶ καὶ παιδὶ γένοιτο Od.19.569, ὣς Ὀδυσῆ' ἀσπαστὸν ἐείσατο γαῖα καὶ ὕλη Od.5.398, cf. Mosch.l.c., πόσις Od.23.239, cf. 60, φάος ἠελίοιο Od.13.35, ἄνθετο τιμὰν δαίμοσι τ' ἀσπαστάν IE l.c., τὸ περὶ τὴν ἡδονὴν, πότερον ὅλον ἐστὶ τὸ γένος ἀσπαστόν Pl.Phlb.32d, τοῖσι ἡ τυραννὶς πρὸ ἐλευθερίης ἦν ἀσπαστότερον Hdt.1.62, cf. D.H.5.3, Them.Or.15.184d, ὥς τι ἀσπαστὸν ποιεῖσθαι Epicur.Fr.[77] 5, τῷ δ' ἀσπαστὸν ἔπος γένετ' εἰσαΐοντι A.R.1.1103
subst. διὰ τὸ τῆς ζωῆς ἀσπαστόν por lo que de agradable tiene la vida Epicur.Ep.[4] 126.7.
2 adv. ἀσπαστῶς = agradablemente, con placer ἀ. ὑπήκουσαν Hdt.4.201, ἀ. κε παραὶ σέο καὶ τὸ δαείην A.R.2.415, οὐδ' οἱ χρόνῳ μολόντες ἀ. δόμους Lyc.1090, ἀ. δεξάμενος D.H.3.66, cf. Eus.PE 6.6.63.

German (Pape)

[Seite 373] erwünscht, willkommen; Od. 7, 343. 8, 295. 13, 35. 19, 569. 23, 60. 239; das neutr. ἀσπαστόν als advb. 5, 398 Ὀδυσῆ' ἀσπαστὸν ἐείσατο γαῖα καὶ ὕλη; wünschenswerth, Plat. Phil. 32 c; ἡ τυραννὶς πρὸ ἐλευθερίης ἦν ἀσπαστότερον Her. 1, 62. – Adv. ἀσπαστῶς, ὑπήκουσαν Her. 4, 201.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
accueilli avec joie, agréable ; neutre adv. • ἀσπαστόν avec joie;
Cp. ἀσπαστότερος.
Étymologie: ἀσπάζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀσπαστός: Hom. = ἀσπάσιος 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπαστός: -ή, -όν, = ἀσπάσιος, Ὅμ. (μόνον ἐν Ὀδ.), ἀσπ. τινι Ε. 398., Ν. 35· Ἐπ. λέξις, ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ., κάρτα ἀσπ. [τὸ πρᾶγμα] ἐποιήσαντο 5. 98· οἶσιν ἡ τυραννὶς πρὸ ἐλευθερίης ἦν ἀσπαστότερον 1. 62· ὡσαύτως παρ’ Εὐρ. ἐν Ρήσ. 348, Πλάτ. Φιλ. 32D. ― Ἐπίρρ. -τῶς Ἡρόδ. 4. 201· οὐδ. ἀσπαστὸν ὡς ἐπίρρ. Ἡσ. Ἀσπ. 42.

English (Autenrieth)

welcome; ἀσπαστόν, ‘a grateful thing,’ Od. 5.398.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀσπαστός, -ή, -ό) ασπάζομαι
ο ευπρόσδεκτος
νεοελλ.
αυτός που μπορεί να γίνει αποδεκτός
αρχ.
ο επιθυμητός.
και άσπαγος, -η, -ο σπάω
1. αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να σπάσει («άσπαστη πέτρα», «άσπαστο ποτήρι»)
2. ο αδιάσπαστος, ο συνεχής
3. (για γυναίκα) εκείνη που δεν είναι σπασμένη, η αδιακόρευτη.

Greek Monotonic

ἀσπαστός: -ή, -όν, = ἀσπάσιος, ευχάριστος, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· επίρρ., -τως, στον ίδ.

Middle Liddell


= ἀσπάσιος, welcome, Od., Hdt. adv. -τῶς, Hdt.