τολμηρός: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tolmiros
|Transliteration C=tolmiros
|Beta Code=tolmhro/s
|Beta Code=tolmhro/s
|Definition=ά, όν, usual prose form for [[τολμήεις]], <span class="bibl">Antipho 3.3.1</span>, <span class="bibl">And.1.110</span>, <span class="bibl">Lys.7.19</span>, etc.; οἱ-ότατοι <span class="bibl">Isoc. 3.21</span>; προθυμία-οτάτη <span class="bibl">Th.1.74</span>; <b class="b3">τὸ τ. τινῶν</b> their [[hardihood]], ib.<span class="bibl">102</span>; <b class="b3">τὸ -ότερον</b> your [[greater daring]], <span class="bibl">Id.2.87</span>; τ. πολλὰ δρᾶν <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1117a2</span>; κἂν εἰ -ότερον εἰρῆσθαι <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span>267d</span>: also in Poets, <span class="bibl">E.<span class="title">Supp.</span>305</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>445</span> (anap.), <span class="bibl">Bion 1.60</span>; ἀνοίας οὐδὲν -ότερον <span class="bibl">Men.738</span>; opp. [[εὔτολμος]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Mon.</span>153</span>. Adv. -ρῶς <span class="bibl">Th.3.74</span>,<span class="bibl">83</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Smp.</span>2.12</span>, etc.: Comp. -ότερον <span class="bibl">Th.4.126</span>, <span class="bibl">Plb.1.17.7</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ep.Rom.</span>15.15</span>: Sup. -ότατα <span class="bibl">Poll.3.136</span>.
|Definition=ά, όν, usual prose form for [[τολμήεις]], Antipho 3.3.1, And.1.110, Lys.7.19, etc.; οἱ-ότατοι Isoc. 3.21; προθυμία-οτάτη Th.1.74; <b class="b3">τὸ τ. τινῶν</b> their [[hardihood]], ib.102; <b class="b3">τὸ τολμηρότερον</b> your [[greater daring]], Id.2.87; τ. πολλὰ δρᾶν [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1117a2; κἂν εἰ -ότερον εἰρῆσθαι Pl.''Sph.''267d: also in Poets, E.''Supp.''305, Ar.''Nu.''445 (anap.), Bion 1.60; ἀνοίας οὐδὲν -ότερον Men.738; opp. [[εὔτολμος]], Id.''Mon.''153. Adv. [[τολμηρῶς]] Th.3.74,83, X.''Smp.''2.12, etc.: Comp. -ότερον Th.4.126, Plb.1.17.7, ''Ep.Rom.''15.15: Sup. -ότατα Poll.3.136.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τολμηρός Medium diacritics: τολμηρός Low diacritics: τολμηρός Capitals: ΤΟΛΜΗΡΟΣ
Transliteration A: tolmērós Transliteration B: tolmēros Transliteration C: tolmiros Beta Code: tolmhro/s

English (LSJ)

ά, όν, usual prose form for τολμήεις, Antipho 3.3.1, And.1.110, Lys.7.19, etc.; οἱ-ότατοι Isoc. 3.21; προθυμία-οτάτη Th.1.74; τὸ τ. τινῶν their hardihood, ib.102; τὸ τολμηρότερον your greater daring, Id.2.87; τ. πολλὰ δρᾶν Arist.EN1117a2; κἂν εἰ -ότερον εἰρῆσθαι Pl.Sph.267d: also in Poets, E.Supp.305, Ar.Nu.445 (anap.), Bion 1.60; ἀνοίας οὐδὲν -ότερον Men.738; opp. εὔτολμος, Id.Mon.153. Adv. τολμηρῶς Th.3.74,83, X.Smp.2.12, etc.: Comp. -ότερον Th.4.126, Plb.1.17.7, Ep.Rom.15.15: Sup. -ότατα Poll.3.136.

German (Pape)

[Seite 1126] gew, prof. Form, auch Tragg., wie Eur. Suppl. 317, statt τολμήεις, kühn; Antiph. 3 γ 1; Andoc. 1, 110; Lys. 31, 1; Thuc. 1, 74. 4, 126; Plat. Legg. VIII, 835 c; neben ἰταμός, dem βραδύς u. ὀκνηρός entgeggstzt, Dem. 25, 24; auch tadelnd, im superl., Isocr. 3, 21; Sp., σὺν νῷ τολμηρότατος Pol. 13, 35, 6. – Adv., Thuc. 3, 83.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
courageux, hardi, audacieux ; τὸ τολμηρόν hardiesse;
Cp. τολμηρότερος, Sp. τολμηρότατος.
Étymologie: τόλμα.

Russian (Dvoretsky)

τολμηρός:
1 отважный, смелый (προθυμία Thuc.);
2 дерзкий (κατηγορίαι Lys.).

Greek (Liddell-Scott)

τολμηρός: -ά, -όν, ὁ συνήθης ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ τύπος ἀντὶ τοῦ ποιητικοῦ τολμήεις, Ἀντιφῶν 122. 30, Ἀνδοκ. 15. 3, Λυσί. 110. 5, Πλάτ., κλπ.· προθυμία τολμηροτάτη Θουκ. 1. 74· τὸ τολμηρόν τινος, ἡ τόλμη, τὸ θάρρος, αὐτόθι 102· τὸ τολμηρότερον, ἡ μεγαλειτέρα αὐτοῦ τόλμη, ὁ αὐτ. 2. 87· τολμηρὰ πολλὰ δρᾶν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 8, 11· κἂν ᾖ τολμηρότερον εἰρῆσθαι Πλάτ. Σοφιστ. 267D· - ὡσαύτως παρ’ Εὐρ. ἐν Ἱκ. 305, Ἀριστοφ. Νεφ. 445, Βίων 1. 60· ἀνοίας οὐδὲν τολμηρότερον Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 194· ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἰταμός, θρασύς, ἀντίθετον τῷ εὔτολμος, ὁ αὐτ. ἐν Μονοστίχ. 153. - Ἐπίρρ. -ρῶς, Θουκ. 3. 74, 83, Ξενοφ., κλπ. - Συγκρ. -ότερον Θουκ. 4. 126· ὑπερθετ. -ότατα, Πολυδ. Γ΄, 136. - Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Ιϛʹ, σ. 518.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τολμηρός, -ά, -όν, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει τόλμη, άφοβος, ριψοκίνδυνος (α. «τολμηρός άνθρωπος» β. «οὐχ ἐν τι μόνον, ἀλλὰ πολλὰ τολμηρός ἐστι», Λυσ.)
2. αυτός που γίνεται με τόλμη (α. «τολμηρό εγχείρημα» β. «ἀνοίας οὐδὲν τολμηρότερον», Μέν.)
3. (κατ' επέκτ.) θρασύς, αναιδής
νεοελλ.
1. αδιάντροπος, ξετσίπωτος («τολμηρά λόγια»)
2. προκλητικός («τολμηρό φόρεμα»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ τολμηρόν
α) τόλμη, θάρρος («δείσαντες τῶν Ἀθηναίων τὸ τολμηρόν», Θουκ.)
β) τολμηρή πράξη.
επίρρ...
τολμηρώς / τολμηρῶς ΝΜΑ, και τολμηρά Ν
κατά τρόπο τολμηρό, με τόλμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόλμη + κατάλ. -ηρός (πρβλ. μοχθηρός, πονηρός)].

Greek Monotonic

τολμηρός: -ά, -όν (τολμάω), = τολμήεις, σε Θουκ.· τὸ τολμηρόν τινος, η τόλμη, το θάρρος του, στον ίδ.· επίρρ., τολμηρῶς, στον ίδ.· συγκρ. τολμηρότερον, στον ίδ.

Middle Liddell

τολμηρός, ή, όν τολμάω = τολμήεις, Thuc.]
τὸ τολμηρόν τινος his hardihood, Thuc.; adv. -ρῶς, Thuc.; comp. -ότερον, Thuc.

Chinese

原文音譯:tolmhrÒteron 拖而姆羅帖朗
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:(更)敢(著)
字義溯源:更加勇敢,勇敢的,放膽的,膽敢的,輕率的;源自(τολμάω)=冒險,付諸行動),而 (τολμάω)出自(τόκος)X*=勇敢)
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編
1) 放膽(1) 羅15:15

English (Woodhouse)

bold, brave, daring, venturesome

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)