ὕποχος: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypochos
|Transliteration C=ypochos
|Beta Code=u(/poxos
|Beta Code=u(/poxos
|Definition=ον, (ὑπέχω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[subject]], [[under control]], θεοῖς <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>2.5.7</span>; <b class="b3">βασιλῆς βασιλέως ὕποχοι μεγάλου</b> his [[subjects]] or [[officers]], <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>24</span> (anap.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> = [[ἔνοχος]], [[liable to]], ἐξωλείας <span class="bibl">D.57.53</span>; ὕποχοι ἐόντω τοῦ ἐνκλήματος <span class="title">IG</span>5(2).357.92 (Stymphalus); [[responsible for]], διανοίας <span class="bibl">Ph. 1.429</span>; πλημμελείας <span class="bibl"><span class="title">PLit.Lond.</span>138 viii 31</span>.</span>
|Definition=ὕποχον, ([[ὑπέχω]])<br><span class="bld">A</span> [[subject]], [[under control]], θεοῖς X.''An.''2.5.7; <b class="b3">βασιλῆς βασιλέως ὕποχοι μεγάλου</b> his [[subjects]] or [[officers]], A.''Pers.''24 (anap.).<br><span class="bld">2</span> = [[ἔνοχος]], [[liable to]], ἐξωλείας D.57.53; ὕποχοι ἐόντω τοῦ ἐνκλήματος ''IG''5(2).357.92 (Stymphalus); [[responsible for]], διανοίας Ph. 1.429; πλημμελείας ''PLit.Lond.''138 viii 31.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 10:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕποχος Medium diacritics: ὕποχος Low diacritics: ύποχος Capitals: ΥΠΟΧΟΣ
Transliteration A: hýpochos Transliteration B: hypochos Transliteration C: ypochos Beta Code: u(/poxos

English (LSJ)

ὕποχον, (ὑπέχω)
A subject, under control, θεοῖς X.An.2.5.7; βασιλῆς βασιλέως ὕποχοι μεγάλου his subjects or officers, A.Pers.24 (anap.).
2 = ἔνοχος, liable to, ἐξωλείας D.57.53; ὕποχοι ἐόντω τοῦ ἐνκλήματος IG5(2).357.92 (Stymphalus); responsible for, διανοίας Ph. 1.429; πλημμελείας PLit.Lond.138 viii 31.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
soumis à, dépendant de, dat. ou gén..
Étymologie: ὑπέχω.

German (Pape)

untertänig, unterwürfig, τινί, Xen. An. 2.5.7; auch τινός, Aesch. Pers. 24. – Auch wie ἔνοχος, eines Verbrechens schuldig, τινός, z.B. ἐξωλείας, Dem. 57.53.

Russian (Dvoretsky)

ὕποχος:
1 подчиненный, подвластный (πάντα τοῖς θεοῖς ὕποχα Xen.): βασιλῆς (ион.) βασιλέως ὕποχοι μεγάλου Aesch. цари, подвластные великому (т. е. персидскому) царю;
2 повинный, виновный (τινος Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

ὕποχος: -ον, (ὑπέχω) ὁ ὑποκείμενος εἴς τινα, ὑπήκοος, ὕπαρχος, πάντα τοῖς θεοῖς ὕποχα Ξεν. Ἀν. 2. 5, 7· βασιλῆς βασιλέως ὕποχοι μεγάλου, «βασιλεῖς μὲν τῶν ἰδίων πόλεων, ὑποτεταγμένοι δὲ τῷ Πέρσῃ» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Πέρσ. 24. 2) = ἔνοχος, ἐξωλείας Δημ. 1315. 11· δίκῃ Φίλων 1. 429.

Greek Monotonic

ὕποχος: -ον (ὑπέχω),
1. υποτελής σε κάποιον, υπήκοος κάποιου, τινι, σε Ξεν.· βασιλῆς βασιλέως ὕποχοι, υποτελείς ή αξιωματούχοι του βασιλιά, βασιλιάδες υποταγμένοι στον μεγάλο βασιλιά, σε Αισχύλ.
2. = ἔνοχος, υποκείμενος σε, υπεύθυνος για, υπόχρεος σε, τινός, σε Δημ.

Middle Liddell

ὕπ-οχος, ον, ὑπέχω
1. subject, τινι Xen.; βασιλῆς βασιλέως ὕποχοι king's subjects or officers, of the great king, Aesch.
2. = ἔνοχος, liable to, τινος Dem.