σύγκλυς: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sygklys
|Transliteration C=sygklys
|Beta Code=su/gklus
|Beta Code=su/gklus
|Definition=ῠδος, ὁ, ἡ, [[washed together]] by the waves; but only metaph., <b class="b3">ξύγκλυδες ἄνθρωποι</b> [[promiscuous crowd]], [[mob]], [[rabble]], <span class="bibl">Th.7.5</span>; [[σύγκλυδες]] alone, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>569a</span>, <span class="bibl">Str.4.2.1</span>, etc.; σ. ὅμιλος <span class="bibl">Plu.<span class="title">Mar.</span>45</span>: with neut. Subst., συγκλύδων καὶ μιγάδων ἠθῶν ἀνάπλεοι <span class="bibl">Ph.2.312</span>: Hsch. cites a neut. pl. [[σύγκλυδα]].
|Definition=ῠδος, ὁ, ἡ, [[washed together]] by the waves; but only metaph., <b class="b3">ξύγκλυδες ἄνθρωποι</b> [[promiscuous crowd]], [[mob]], [[rabble]], Th.7.5; [[σύγκλυδες]] alone, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 569a, Str.4.2.1, etc.; σ. ὅμιλος Plu.''Mar.''45: with neut. Subst., συγκλύδων καὶ μιγάδων ἠθῶν ἀνάπλεοι Ph.2.312: [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] cites a neut. pl. [[σύγκλυδα]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σύγκλυς -υδος, Att. ook ξύγκλυς [σύν, κλύς: golf] als adj., samengeklotst, bijeengespoeld door de golven, alleen overdr. bijeengeraapt; ook subst.. οἱ σύγκλυδες bijeengeraapt zooitje Plat. Resp. 569a.
|elnltext=σύγκλυς -υδος, Att. ook ξύγκλυς [σύν, κλύς: golf] als adj., samengeklotst, bijeengespoeld door de golven, alleen overdr. bijeengeraapt; ook subst.. οἱ σύγκλυδες bijeengeraapt zooitje Plat. Resp. 569a.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγκλῠς Medium diacritics: σύγκλυς Low diacritics: σύγκλυς Capitals: ΣΥΓΚΛΥΣ
Transliteration A: sýnklys Transliteration B: synklys Transliteration C: sygklys Beta Code: su/gklus

English (LSJ)

ῠδος, ὁ, ἡ, washed together by the waves; but only metaph., ξύγκλυδες ἄνθρωποι promiscuous crowd, mob, rabble, Th.7.5; σύγκλυδες alone, Pl.R. 569a, Str.4.2.1, etc.; σ. ὅμιλος Plu.Mar.45: with neut. Subst., συγκλύδων καὶ μιγάδων ἠθῶν ἀνάπλεοι Ph.2.312: Hsch. cites a neut. pl. σύγκλυδα.

German (Pape)

[Seite 968] υδος, ὁ, ἡ, auch σύγκλυδος, zusammengespült, eigtl. von den Wellen, übh. durch den Zufall zusammengebracht, ἄνθρωποι σύγκλυδες, zufällig zusammengelaufener Menschenhaufe, Gesindel, Thuc. 7, 5 Plat. Rep. VIII, 569 a Ax. 369 a u. Sp., wie Luc. Alex. 16 Hdn. 7, 7, 1.

French (Bailly abrégé)

υδος (ὁ, ἡ, τό)
balayé de tous côtés par les flots ; en parl. de pers. qui forme un ramassis.
Étymologie: σύν, κλύζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύγκλυς -υδος, Att. ook ξύγκλυς [σύν, κλύς: golf] als adj., samengeklotst, bijeengespoeld door de golven, alleen overdr. bijeengeraapt; ook subst.. οἱ σύγκλυδες bijeengeraapt zooitje Plat. Resp. 569a.

Russian (Dvoretsky)

σύγκλῠς: ῠδος adj. досл. намытый волнами, перен. нахлынувший, сбежавшийся (ἄνθρωποι Thuc.; ὅμιλος Plut.).

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξύγκλυς» -υδος, ὁ, ἡ, και, κατά τον Ησύχ., τ. ουδ. πληθ. τὰ σύγκλυδα, Α
1. αυτός που τον κατέκλυσαν από παντού τα κύματα
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όχλο, στον συρφετό («συγκλύδων καὶ μιγάδων ἠθών ἀνάπλεοι», Φίλ.)
3. (για ήχο) συγκεχυμένος, μπερδεμένος
4. φρ. «ξύγκλυδες ἄνθρωποι» και «σύγκλυς ὅμιλος» και, απλώς, «σύγκλυδες» — σύνολο ανθρώπων που συγκεντρώθηκαν σε έναν τόπο τυχαία, πλήθος ανθρώπων κατώτατου φυράματος, όχλος, συρφετός
5. (το ουδ. πληθ.) τὰ σύγκλυδα (κατά τον Ησύχ.) «συγκεχυμένα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θ. κλυδ-ς του κλύζω (πρβλ. κλύδωνας)].

Greek Monotonic

σύγκλῠς: -ῠδος, ὁ, ἡ (κλύζω), αυτός που λούζεται από τα κύματα από κοινού με κάποιον άλλο· μεταφ., ἄνθρωποι σύγκλυδες, ετερόκλητο πλήθος, όχλος, μάζα, Λατ. colluvies hominum, σε Θουκ.· ομοίως, σύγκλυδες μόνον, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

σύγκλῠς: ῠδος, ὁ, ἡ, συγκεκλυσμένος ὑπὸ τῶν κυμάτων˙ ἀλλ’ ἐν χρήσει μόνον μεταφορ., ἄνθρωποι σύγκλυδες, ἀνάμικτον πλῆθος ἀνθρώπων τοῦ κατωτάτου φυράματος, χυδαῖος ὄχλος, Λατ. colluvies hominum, Θουκ. 7. 5˙ οὕτω μόνον σύγκλυδες, Πλάτ. Πολ. 569Α, Στράβ. 190, κτλ.˙ σ. ὅμιλος Πλουτάρχ. Μάρ. 45˙ ― ὡσαύτως μετ’ οὐδ. οὐσιαστ., συγκλύδων καὶ μιγάδων ἠθῶν ἀνάπλεοι Φίλων 2. 312˙ οὕτω, σ. στράτευμα, ἐκ διορθώσεως ἀντὶ σύγκληταν παρὰ τῷ Ψευδο-Εὐριπ. Ι. Α. 301˙ ― ὡσαύτως σύγκλῠδος, ον, Κλήμ. Ἀλ. 796 (ἂν μὴ τὸ συγκλύδου θεωρηθῇ ὡς ἡμαρτημένον ἀντὶ σύγκλυδος)˙ καὶ ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει οὐδ. πληθ. σύγκλυδα, ὃ ἑρμηνεύει: «συγκεχυμένα». ― Πρβλ. Dorv. Charit. σ. 612, καὶ ἴδε ἐν λ. σύνηλυς.

Middle Liddell

σύγ-κλῠς, ῠδος, ὁ, ἡ, κλύζω
washed together by the waves; metaph., ἄνθρωποι σύγκλυδες a promiscuous crowd, a mob, rabble, Lat. colluvies hominum, Thuc.; so σύγκλυδες alone, Plat.