σκηπτουχία: Difference between revisions
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skiptouchia | |Transliteration C=skiptouchia | ||
|Beta Code=skhptouxi/a | |Beta Code=skhptouxi/a | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[bearing of a staff]] or [[sceptre]] as the badge of command, hence [[military command]], especially of the Persians, ἐπὶ σκηπτουχίᾳ ταχθείς A.''Pers.''297; technically, [[rank]] or [[province of a Persian]] [[σκηπτοῦχος]] (v. [[σκηπτοῦχος]] 2), Str.11.2.18.<br><span class="bld">2</span> generally, [[command]], [[power]], Lyc.111. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=σκηπτουχία -ας, ἡ [σκηπτοῦχος] [[het houden van de scepter]], [[opperbevel]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 10:33, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ,
A bearing of a staff or sceptre as the badge of command, hence military command, especially of the Persians, ἐπὶ σκηπτουχίᾳ ταχθείς A.Pers.297; technically, rank or province of a Persian σκηπτοῦχος (v. σκηπτοῦχος 2), Str.11.2.18.
2 generally, command, power, Lyc.111.
German (Pape)
[Seite 896] ἡ, eigtl. das Sceptertragen; dah. – a) der oberste Befehl im Kriege, das Oberkommando, ἐπὶ σκηπτουχίᾳ ταχθείς Aesch. Pers. 289, u. Sp., wie Lycophr. 111. – b) die Würde, Macht od. Provinz eines Scepterträgers am persischen Hofe.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
port du sceptre ; commandement militaire.
Étymologie: σκηπτοῦχος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκηπτουχία -ας, ἡ [σκηπτοῦχος] het houden van de scepter, opperbevel.
Russian (Dvoretsky)
σκηπτουχία: ἡ верховная власть, главное командование (ὁ ἐπὶ σκηπτουχίᾳ ταχθείς Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
σκηπτουχία: ἡ, τὸ φέρειν ῥάβδον ἢ σκῆπτρον ὡς τὸ σημεῖον τῆς ἀρχῆς, στρατιωτικὴ ἀρχή, στρατηγία, μάλιστα μεταξὺ τῶν Περσῶν, ἐπὶ σκηπτουχίᾳ ταχθεὶς Αἰσχύλ. Πέρσ. 297· καὶ ὡς τεχνικ. ὅρος, τὸ ἀξίωμα ἢ ἐξουσία Πέρσου σκηπτούχου (ἴδε τὸ ἑπόμ. 2), Στράβ. 498. 2) καθόλου, ἀρχηγία, ἐξουσία, Λυκόφρ. 111, Ἀνθ. Π. παράρτ. 357.
Greek Monolingual
η, ΝΑ σκηπτοῦχος
το να φέρει κανείς σκήπτρο ή ράβδο ως σύμβολο εξουσίας, ηγεμονία
αρχ.
1. το αξίωμα ή η εξουσία Πέρση σκηπτούχου
2. (γενικά) εξουσία.
Greek Monotonic
σκηπτουχία: ἡ, το να κρατάει κάποιος ραβδί ή σκήπτρο ως έμβλημα εξουσίας, στρατιωτική αρχή, σε Αισχύλ.· γενικά, εξουσία, ισχύς, κυριαρχία, σε Ανθ.
Middle Liddell
σκηπτουχία, ἡ,
the bearing a staff or sceptre as the badge of command, military command, Aesch.:— generally, command, power, Anth. [from σκηπτοῦχος