κρυπτάδιος: Difference between revisions
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kryptadios | |Transliteration C=kryptadios | ||
|Beta Code=krupta/dios | |Beta Code=krupta/dios | ||
|Definition=[ᾰ], α, ον (and ος, ον | |Definition=[ᾰ], α, ον (and ος, ον A.''Ch.''946 (lyr.)), [[secret]], [[clandestine]], κρυπταδίῃ φιλότητι μιγήμεναι = lie with him in secret love, join with him in secret love Il.6.161; κρυπταδίου μάχας A. [[l.c.]]; [[κρυπτάδια]] φρονέοντα Il.1.542. Regul. Adv. [[κρυπταδίως]] = [[secretly]], [[in secret]] Man.2.195, 6.182. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:38, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον (and ος, ον A.Ch.946 (lyr.)), secret, clandestine, κρυπταδίῃ φιλότητι μιγήμεναι = lie with him in secret love, join with him in secret love Il.6.161; κρυπταδίου μάχας A. l.c.; κρυπτάδια φρονέοντα Il.1.542. Regul. Adv. κρυπταδίως = secretly, in secret Man.2.195, 6.182.
German (Pape)
[Seite 1515] heimlich, versteckt, verstohlen; κρυπταδίῃ φιλότητι μιγήμεναι Il. 6, 161; κρυπτάδια φρονέειν 1, 541; κρυπταδίου μάχας. Aesch. Ch. 934; μηχανᾶσθαι κρυπτάδια Orph. Lith. 44.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
caché, secret ; κρυπτάδια φρονέειν IL avoir des pensées secrètes.
Étymologie: κρύπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρυπτάδιος -α -ον, f. ook -ος [κρύπτω] heimelijk:. κρυπτάδια φρονέοντα geheime plannen koesterend Il. 1.542.
Russian (Dvoretsky)
κρυπτάδιος: и Aesch. 2 (ᾰ) тайный, скрытый (φιλότης Hom.): κρυπτάδια φρονέειν Hom. лелеять тайные замыслы; κ. μάχη Aesch. тайная борьба, заговор.
English (Autenrieth)
secret; κρυπτάδια φρονέοντα δικαζέμεν, ‘harbor secret counsels,’ Il. 1.542.
Greek Monolingual
κρυπτάδιος, -ον, θηλ. και -ία (Α)
1. κρυφός, μυστικός, λαθραίος («κρυπταδίη φιλότητι μιγήμεναι», Ομ. Ιλ.)
2. το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) κρυπτάδια
κρυφά, μυστικά, λαθραία.
επίρρ...
κρυπταδίως (Α)
κρυφά, λαθραία, μυστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυπτός + κατάλ. -άδιος (πρβλ. αλφάδιος, αμφάδιος)].
Greek Monotonic
κρυπτάδιος: [ᾰ], -α, -ον (κρύπτω), μυστικός, κρυφός, λαθραίος, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
κρυπτάδιος: ᾰ, α, ον, καὶ παρ’ Αἰσχύλ. ος, ον, (κρύπτω)· ― κρυπτός, κρύφιος, λαθραῖος, κρυπταδίῃ φιλότητι Ἰλ. Ζ. 166· κρυπταδίου μάχης Αἰσχύλ. Χο. 946· ― ὡς ἐπίρρ., κρυπτάδια Ἰλ. Α. 542.
Middle Liddell
κρυπτᾰ́διος, η, ον κρύπτω
secret, clandestine, Il., Aesch.: neut. pl. as adv., Il.