εὐποίητος: Difference between revisions
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efpoiitos | |Transliteration C=efpoiitos | ||
|Beta Code=eu)poi/htos | |Beta Code=eu)poi/htos | ||
|Definition= | |Definition=εὐποίητον (v. infr.), [[well-made]], [[well-wrought]], <b class="b3">ἔν τε θρόνοις εὐ.</b> Od.20.150; εὐποίητόν τε πυράγρην 3.434; ἅρμα B.5.177, cf. Hes.''Sc.'' 64, A.R.3.871, etc.: fem. -<b class="b3">τῇσι, -τάων</b>, Il.5.466, 16.636 (nisi scrib. divisim, cf. Sch.Il.ll.cc.). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 10:42, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐποίητον (v. infr.), well-made, well-wrought, ἔν τε θρόνοις εὐ. Od.20.150; εὐποίητόν τε πυράγρην 3.434; ἅρμα B.5.177, cf. Hes.Sc. 64, A.R.3.871, etc.: fem. -τῇσι, -τάων, Il.5.466, 16.636 (nisi scrib. divisim, cf. Sch.Il.ll.cc.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bien fait, bien travaillé.
Étymologie: εὖ, ποιέω.
Russian (Dvoretsky)
εὐποίητος: хорошо сделанный, искусно изготовленный (θρόνος, πυράγρη Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐποίητος: -ον, (ἴδε κατωτ.): ― καλῶς πεποιημένος, καλῶς εἰργασμένος, ἔν τε θρόνοις ἐϋποιήτοισι τάπητας βάλλετε πορφυρέους Ὀδ. Υ. 150· εὐποίητόν τε πυράγρην Γ. 434· οὕτω καὶ Ἡσ. ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 64, Ἀπολλ. Ρόδ., κλ. ― Ἐν Ἰλ. Ε. 466., Π. 636, ἔνθα ἡ τοῦ θηλυκοῦ κατάληξις ἀπαντᾷ, δέον νὰ γραφῇ διῃρημένως: εὖ ποιητῇσι, εὖ ποιητάων (ἐν τελευταίᾳ δ’ ὅμως ἐκδόσει Hentze ἐϋποιήτῃσι, ἐϋποιητάων).
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
εὐποίητος και εϋποίητος, -ον (Α) ευποιώ
ο καλά κατασκευασμένος («ἀμφὶ πύλῃς εὐποιήτησι», Ομ. Ιλ.).
Greek Monotonic
εὐποίητος: -ον, καλοφτιαγμένος, καλά επεξεργασμένος, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.
Middle Liddell
εὐ-ποίητος, ον
well-made, well-wrought, Od., Hes.