νομώδης: Difference between revisions
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nomodis | |Transliteration C=nomodis | ||
|Beta Code=nomw/dhs | |Beta Code=nomw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=νομώδες,<br><span class="bld">A</span> (νομή 1.3b) [[like a spreading ulcer]], ἕλκος Alex.Aphr. ''Pr.''1.92, cf. Gal.13.860; σηπεδών Id.10.702.<br><span class="bld">2</span> [[full of shreds]] as from such sores, διαχωρήματα Id.14.754. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 10:49, 25 August 2023
English (LSJ)
νομώδες,
A (νομή 1.3b) like a spreading ulcer, ἕλκος Alex.Aphr. Pr.1.92, cf. Gal.13.860; σηπεδών Id.10.702.
2 full of shreds as from such sores, διαχωρήματα Id.14.754.
Greek (Liddell-Scott)
νομώδης: -ες, (νομὴ ΙΙ) ὅμοιος πρὸς διαβρωτικὸν ἕλκος, Ἀλεξ. Ἀφροδ. Προβλ. 1. 92.
Greek Monolingual
νομώδης, -ῶδες (ΑΜ)
1. αυτός που έχει μορφή διαβρωτικού έλκους
2. (για έλκος) γεμάτος με σχισμές, με πληγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νομή «διαβρωτικό έλκος» + κατάλ. -ώδης].
German (Pape)
ες, nach Art um sich fressender Geschwüre, Sp.