λευκοστεφής: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lefkostefis | |Transliteration C=lefkostefis | ||
|Beta Code=leukostefh/s | |Beta Code=leukostefh/s | ||
|Definition= | |Definition=λευκοστεφές,<br><span class="bld">A</span> [[white-wreathed]], of suppliant boughs, A.''Supp.''191,334.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">λευκοστεφῆ· τὰ κεραυνόβλητα</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:51, 25 August 2023
English (LSJ)
λευκοστεφές,
A white-wreathed, of suppliant boughs, A.Supp.191,334.
II λευκοστεφῆ· τὰ κεραυνόβλητα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 35] ές, weiß bekränzt, Aesch. ἱκετηρίαι, Suppl. 188, u. κλάδοι, 329, von den mit weißer Wolle umwundenen Zweigen der Hülfeflehenden.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
ceint de bandelettes de laine blanche.
Étymologie: λευκός, στέφω.
Russian (Dvoretsky)
λευκοστεφής: обвитый белой шерстью (ἱκετηρία, κλάδοι Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
λευκοστεφής: -ές, ἐστεμμένος μὲ λευκοὺς στεφάνους, ἐπὶ ἱκετηρίας, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 191, 333. - Καθ’ Ἡσύχ. «λευκοστεφῆ· τὰ κεραυνόβλητα».
Greek Monolingual
λευκοστεφής, -ές (Α)
1. ο στεφανωμένος με λευκό στέμμα («λευκοστεφεῖς ἱκτηρίας», Αισχύλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) στον τ. λευκοστεφῆ
τά κεραυνοβόλητα.