συγκοινωνός: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sygkoinonos
|Transliteration C=sygkoinonos
|Beta Code=sugkoinwno/s
|Beta Code=sugkoinwno/s
|Definition=όν, [[partaking jointly of]], τῆς ῥίζης <span class="bibl"><span class="title">Ep.Rom.</span>11.17</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">1 Ep.Cor.</span>9.23</span>; ἐν τῇ θλίψει <span class="bibl"><span class="title">Apoc.</span>1.9</span>; τῆς βασιλείας μου <span class="bibl">Steph.<span class="title">in Hp.</span>1.76D.</span>: Subst., [[partner]], PMasp.158.11 (vi A.D.).
|Definition=συγκοινωνόν, [[partaking jointly of]], τῆς ῥίζης ''Ep.Rom.''11.17, cf. ''1 Ep.Cor.''9.23; ἐν τῇ θλίψει ''Apoc.''1.9; τῆς βασιλείας μου Steph.''in Hp.''1.76D.: Subst., [[partner]], PMasp.158.11 (vi A.D.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συγκοινωνός --όν &#91;[[σύν]], [[κοινωνός]]] deelhebbend aan, deelgenoot in, met gen., met ἐν + dat.
|elnltext=συγκοινωνός -ή -όν &#91;[[σύν]], [[κοινωνός]]] deelhebbend aan, deelgenoot in, met gen., met ἐν + dat.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκοινωνός Medium diacritics: συγκοινωνός Low diacritics: συγκοινωνός Capitals: ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΟΣ
Transliteration A: synkoinōnós Transliteration B: synkoinōnos Transliteration C: sygkoinonos Beta Code: sugkoinwno/s

English (LSJ)

συγκοινωνόν, partaking jointly of, τῆς ῥίζης Ep.Rom.11.17, cf. 1 Ep.Cor.9.23; ἐν τῇ θλίψει Apoc.1.9; τῆς βασιλείας μου Steph.in Hp.1.76D.: Subst., partner, PMasp.158.11 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 968] Theil woran habend, N. T.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui participe à, gén..
Étymologie: σύν, κοινωνός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκοινωνός -ή -όν [σύν, κοινωνός] deelhebbend aan, deelgenoot in, met gen., met ἐν + dat.

Russian (Dvoretsky)

συγκοινωνός:сообщник, соучастник (τινος и ἔν τινι NT).

English (Strong)

from σύν and κοινωνός; a co-participant: companion, partake(-r, -r with).

English (Thayer)

(T WH συνκοινωνος (cf. σύν, II. at the end)), συγκοινωνον, participant with others in (anything), joint partner: with a genitive of the thing (cf. Winer's Grammar, § 30,8a.), ἐν, with a dative of the thing, Revelation 1:9.

Greek Monolingual

-όν, το αρσ. και το θηλ. και ως ουσ. συγκοινωνός, ό, ἡ, Α
1. αυτός που μετέχει σε κάτι μαζί με άλλον
2. ως ουσ. εταίρος, σύντροφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κοινωνός «μέτοχος, σύντροφος»].

Greek Monotonic

συγκοινωνός: -ή, -όν, αυτός που μετέχει από κοινού σε κάτι, συμμέτοχος, με γεν., σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

συγκοινωνός: ὁ, ἡ, ὁ μετέχων τινὸς μετά τινος ἄλλου, τινος Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ια΄, 17, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. θ΄, 23· ἐν τῇ θλίψει Ἀποκάλ. α΄, 9.

Middle Liddell

συγ-κοινωνός, ή, όν
partaking jointly of a thing, c. gen., NTest.

Chinese

原文音譯:sugkoinwnÒj 尋格-虧挪挪士
詞類次數:名詞(4)
原文字根:共同-共有 是(著)
字義溯源:一同有份,合夥,同得,同享者;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(κοινωνός)=分享者)組成,其中 (κοινωνός)出自(κοινός)*=公用)。參讀 (ἑταῖρος)同義字比較: (κοινωνέω)=分享
出現次數:總共(4);羅(1);林前(1);腓(1);啓(1)
譯字彙編
1) 一同有分(3) 羅11:17; 林前9:23; 啓1:9;
2) 同享者(1) 腓1:7