μαυλιστής: Difference between revisions
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mavlistis | |Transliteration C=mavlistis | ||
|Beta Code=maulisth/s | |Beta Code=maulisth/s | ||
|Definition= | |Definition=μαυλιστοῦ, ὁ, = [[μαστροπός]], ''Cat.Cod.Astr.''8(4).212, Phot. and Suid. s.h.v.: fem. [[μαυλίστρια]], ''EM''695.31, Sch.Ar.''Nu.''976, Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[πυγοστόλος]]: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Latest revision as of 11:00, 25 August 2023
English (LSJ)
μαυλιστοῦ, ὁ, = μαστροπός, Cat.Cod.Astr.8(4).212, Phot. and Suid. s.h.v.: fem. μαυλίστρια, EM695.31, Sch.Ar.Nu.976, Suid. s.v. πυγοστόλος:
Greek Monolingual
ο, θηλ. μαυλίστρια και μαυλίστρα (ΑM μαυλιστής)
αυτός που εξωθεί γυναίκες στην πορνεία, μαστροπός, προαγωγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαυλίζω + επίθημα -της (πρβλ. γυμναστης), Το θηλ. μαυλίστρα < μαυλίζω + επίθημα -τρα (πρβλ. κυλίστρα, παλαίστρα)].