ὀξυπαγής: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oksypagis | |Transliteration C=oksypagis | ||
|Beta Code=o)cupagh/s | |Beta Code=o)cupagh/s | ||
|Definition= | |Definition=ὀξυπαγές, [[sharp-pointed]], στάλικες ''AP''6.109 (Antip.); ὄνυξ [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 14.385; [[prickly]], κάραβος Opp.''H.''1.261. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:05, 25 August 2023
English (LSJ)
ὀξυπαγές, sharp-pointed, στάλικες AP6.109 (Antip.); ὄνυξ Nonn. D. 14.385; prickly, κάραβος Opp.H.1.261.
German (Pape)
[Seite 353] ές, scharf od. spitz zum Einschlagen, στάλικες, Antp. Sid. 17 (VI, 109); κάραβος, stachlig, Opp. H. 1, 261.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 aiguisé ou aigu pour s'enfoncer ou pénétrer;
2 armé de pinces ou d'aiguillons.
Étymologie: ὀξύς, πήγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ὀξῠπᾰγής: заостренный, остроконечный (στάλικες Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠπᾰγής: -ές, ὁ ἀπολήγων εἰς ὀξύ, στάλικες Ἀνθ. Π. 6. 109· ὄνυξ Νόνν. Δ. 14. 385· ἀκανθώδης, κάραβος Ὀππ. Ἁλ. 1. 261.
Greek Monolingual
ὀξυπαγής, -ές (Α)
1. αυτός που έχει οξεία αιχμή, μυτερή άκρη, μυτερός
2. ακανθώδης, αγκαθωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -πᾱγης (< θ. πᾱγ- του πήγνυμι), πρβλ. ημιπαγής].
Greek Monotonic
ὀξῠπᾰγής: -ές (πήγνυμι), αυτός που έχει αιχμηρό άκρο, αιχμηρή απόληξη, σε Ανθ.