Ἰταλός: Difference between revisions

From LSJ

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Italos
|Transliteration C=Italos
|Beta Code=*)italo/s
|Beta Code=*)italo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[Italian]], <span class="bibl">Parth.7.1</span>, <span class="bibl">Str.5.1.1</span>: as adjective, <b class="b3">Ἰ. αἰχμητής [ῑ]</b> <span class="title">AP</span>7.741 (Crin.), etc.</span>
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[Italian]], Parth.7.1, Str.5.1.1: as adjective, <b class="b3">Ἰ. αἰχμητής [ῑ]</b> ''AP''7.741 (Crin.), etc.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 11:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἰτᾰλός Medium diacritics: Ἰταλός Low diacritics: Ιταλός Capitals: ΙΤΑΛΟΣ
Transliteration A: Italós Transliteration B: Italos Transliteration C: Italos Beta Code: *)italo/s

English (LSJ)

ὁ,
A Italian, Parth.7.1, Str.5.1.1: as adjective, Ἰ. αἰχμητής [ῑ] AP7.741 (Crin.), etc.

French (Bailly abrégé)

1ή, όν :
Italien, italique.
2οῦ (ὁ) :
Italos, roi pélasge qui aurait donné son nom à l'Italie.

Russian (Dvoretsky)

Ἰτᾰλός: (ῑ и ῐ) италийский (αἰχμητής Anth.).
I (ῑτ) ὁ Итал (легендарный, царь пеласгов, основатель царства сикулов или энотриев; его именем, якобы, названа Италия) Thuc., Arst., Plut.
Ἰταλός: IIIиталиец Arst., Plut., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

Ἰτᾰλός: ὁ, ὁ ἐγχώριος κάτοικος τῆς Ἰταλίας, Στράβ. 210· - ὡς ἐπίθ., Ἀνθ. Π. 7. 741, κτλ. ῐ, ἀλλὰ ῑ χάριν τοῦ μέτρου, Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. σ. 505· ὡς καὶ ἐν τοῖς Ἰταλίς, Ἰταλία.

Greek Monolingual

ο και Ιταλιάνος, θηλ. Ιταλίδα και ΙταλιάναἸταλός, θηλ. Ἰταλίς)
ο κάτοικος της Ιταλίας
αρχ.
1. (το αρσ. ως προσηγορικό) ό ἰταλός
ο ταύρος
2. (το αρσ. ως επίθ.) ἰταλός
ιταλικόςἰταλός αἰχμητής», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο αρχ. τ. ἰταλός με σημ. «ταύρος» πιθ. < Fιταλός. Κατά μία άποψη, τη λ. αυτή δανείστηκε η λατ. μέσω της Οσκικής με τη μορφή vitellus (υποκορ. του vitulus) «μοσχαράκι», απ' όπου σχηματίστηκε ο λατ. τ. Ιtalus «Ιταλός» είτε λόγω της αφθονίας αυτών τών ζώων στη χώρα είτε επειδή θεωρούνταν ιερά. Κατ' άλλη άποψη, ο λατ. τ. Ιtalus προέρχεται απευθείας από ελλ. Ἰταλός (< ἰταλός «ταύρος»). Κατ' άλλους, τέλος, η σύνδεση της λ. Ἰταλός με το λατ. vitellus θεωρείται εσφαλμένη, επειδή δεν διατηρείται το -ν-(F) στον λατ. τ. Ιtalus, ενώ διατηρείται σε άλλους τύπους (πρβλ. Veneti: Ενετοί)].

Greek Monotonic

Ἰτᾰλός: ὁ, Ιταλός· ως επίθ., σε Ανθ.

Middle Liddell

Ἰτᾰλός,
Italian:—as adj., Anth.