τρίπλεθρος: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=triplethros
|Transliteration C=triplethros
|Beta Code=tri/pleqros
|Beta Code=tri/pleqros
|Definition=ον, [[three]] πλέθρα [[wide]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Criti.</span>115d</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>5.6.9</span>, <span class="title">Inscr.Cret.</span>1. v 21 (Arcades, ii B. C.).
|Definition=τρίπλεθρον, [[three]] πλέθρα [[wide]], Pl.''Criti.''115d, X.''An.''5.6.9, ''Inscr.Cret.''1. v 21 (Arcades, ii B. C.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίπλεθρος Medium diacritics: τρίπλεθρος Low diacritics: τρίπλεθρος Capitals: ΤΡΙΠΛΕΘΡΟΣ
Transliteration A: tríplethros Transliteration B: triplethros Transliteration C: triplethros Beta Code: tri/pleqros

English (LSJ)

τρίπλεθρον, three πλέθρα wide, Pl.Criti.115d, X.An.5.6.9, Inscr.Cret.1. v 21 (Arcades, ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1145] drei πλέθρα lang; Plat. Critia. 115 ό; Xen. An. 5, 6, 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
long, large, etc. de trois arpents.
Étymologie: τρεῖς, πλέθρα.

Russian (Dvoretsky)

τρίπλεθρος: размером в три плетра (т. е. 92.5 м) Xen., Plat.

Greek (Liddell-Scott)

τρίπλεθρος: -ον, ὁ ἔχων εὖρος τριῶν πλέθρων, Πλάτ. Κριτί. 115D, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 9· διάστημα τρ. Διόδ. 17, 7.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πλάτος τριών πλέθρων ή που βρίσκεται σε απόσταση ή σε έκταση τριών πλέθρων
(«ἥξετε ἐπὶ Ἶριν, τρίπλεθρον ὡσαύτως», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + πλέθρον (πρβλ. ἑξάπλεθρος)].

Greek Monotonic

τρίπλεθρος: -ον (πλέθρον), αυτός που έχει πλάτος τριών πλέθρων, σε Ξεν.

Middle Liddell

τρί-πλεθρος, ον, πλέθρον
three πλέθρα wide, Xen.