ὀνομακλήδην: Difference between revisions
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=onomaklidin | |Transliteration C=onomaklidin | ||
|Beta Code=o)nomaklh/dhn | |Beta Code=o)nomaklh/dhn | ||
|Definition=Adv., (καλέω) [[calling by name]], [[by name]], ἐκ δ' ὀνομακλήδην | |Definition=Adv., ([[καλέω]]) [[calling by name]], [[by name]], ἐκ δ' ὀνομακλήδην Od.4.278, v. [[ἐξονομακλήδην]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:25, 25 August 2023
English (LSJ)
Adv., (καλέω) calling by name, by name, ἐκ δ' ὀνομακλήδην Od.4.278, v. ἐξονομακλήδην.
German (Pape)
[Seite 349] mit Nennung des Namens, ὀνομάζειν, beim Namen rufen, Od. 4, 278.
French (Bailly abrégé)
adv.
en désignant par son nom.
Étymologie: ὄνομα, καλέω, -δην.
Russian (Dvoretsky)
ὀνομακλήδην: adv. по именам, поименно (ὀνομάζειν Δαναῶν ἀρίστους Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀνομακλήδην: Ἐπίρρ. (καλέω) ὀνομαστί, κατ’ ὄνομα, ὀνομακλήδην ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον Ὀδ. Δ. 278· πρβλ. ἐξονομακλήδην.
English (Autenrieth)
adv., calling the name, by name.
Greek Monolingual
ὀνομακλήδην (Α)
(επικ. τ.) επίρρ. κατ' όνομα, ονομαστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. ὄνομα καλεῖν].
Greek Monotonic
ὀνομακλήδην: επίρρ. (καλέω), καλώ ονομαστικά, κατ' όνομα, με το όνομα, Λατ. nominatim, σε Ομήρ. Οδ.