προσωποῦττα: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosopoytta | |Transliteration C=prosopoytta | ||
|Beta Code=proswpou=tta | |Beta Code=proswpou=tta | ||
|Definition=ἡ, contr. for [[προσωπόεσσα]], [[vessel with a face]], Polem. Hist.94, | |Definition=ἡ, contr. for [[προσωπόεσσα]], [[vessel with a face]], Polem. Hist.94, Poll.2.48. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:39, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, contr. for προσωπόεσσα, vessel with a face, Polem. Hist.94, Poll.2.48.
German (Pape)
[Seite 790] ἡ, statt προσωπόεσσα, ein Gefäß mit einem Gesichte, Poll. 2, 48.
Greek (Liddell-Scott)
προσωποῦττα: ἡ, συνῃρ. ἀντὶ προσωπόεσσα, ἀγγεῖον μετὰ προσώπου, Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 2, σ. 51. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσωποῦττα· Πολέμων (σ. 147) ἀγγεῖον χαλκοῦν, ἔχον ἐπὶ τοῖς χείλεσι πρόσωπα, ἐν ᾧ τὰ ἱερὰ ἔπεμπον».
Greek Monolingual
ἡ, Α
(συνηρ. τ. του προσωπόεσσα) αγγείο με πρόσωπο («προσωποῦττα
Πολέμων ἀγγεῖον χαλκοῦν, ἔχον ἐπὶ τοῖς χείλεσι πρόσωπα, ἐν ᾧ τὰ ιερὰ ἔπεμπον», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσωπον + -οῦττα (πρβλ. μελιτοῦττα), βλ. λ. -όεις].