λιπαρόζωνος: Difference between revisions
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=liparozonos | |Transliteration C=liparozonos | ||
|Beta Code=liparo/zwnos | |Beta Code=liparo/zwnos | ||
|Definition= | |Definition=λιπαρόζωνον, [[bright-girdled]], θύγατρες B.8.49; Ἀέλιος E.''Ph.''175 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:43, 25 August 2023
English (LSJ)
λιπαρόζωνον, bright-girdled, θύγατρες B.8.49; Ἀέλιος E.Ph.175 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 50] mit glänzendem Gürtel, Eur. Phoen. 178, Helios.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la brillante ceinture.
Étymologie: λιπαρός, ζώνη.
Russian (Dvoretsky)
λῐπᾰρόζωνος: украшенный блистающим поясом, опоясанный сиянием (ἅλιος Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
λῐπᾰρόζωνος: -ον, ἔχων λιπαρὰν ζώνην, εὐπρεπέστατος, λιπαροζώνου Ἀελίου θύγατερ Σελαναία Εὐρ. Φοίν. 175, Βακχυλ. 8. 49 (ἔκδ. Blass).
Greek Monolingual
λιπαρόζωνος, -ον (Α)
αυτός που φορά λαμπρή, ωραία ζώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης-λαμπρός» + ζώνη.
Greek Monotonic
λῐπᾰρόζωνος: -ον (ζώνη), αυτός που έχει λαμπρή ζώνη, σε Ευρ.