εὐρυπέδιλος: Difference between revisions
From LSJ
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evrypedilos | |Transliteration C=evrypedilos | ||
|Beta Code=eu)rupe/dilos | |Beta Code=eu)rupe/dilos | ||
|Definition= | |Definition=εὐρυπέδιλον, [[broad-sandalled]]: [[broad]], [[ὁπλή]] Opp.''C.''1.288. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:49, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐρυπέδιλον, broad-sandalled: broad, ὁπλή Opp.C.1.288.
German (Pape)
[Seite 1095] breitschuhig, ὁπλή, breiter Huf, Opp. C. 1, 288.
Greek (Liddell-Scott)
εὐρυπέδῑλος: -ον, ἔχων εὐρέα πέδιλα, εὐρύς, ὁπλὴ Ὀππ. Κυν. 1. 288.
Greek Monolingual
εὐρυπέδιλος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που έχει πλατιά πέδιλα («κοθόρνους τε τῶν τραγικῶν καὶ εὐρυπεδίλους»)
2. συνεκδ. φρ. «εὐρυπέδιλος ὁπλή» — πλατιά οπλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -πέδιλος (< πέδιλον), πρβλ. καλλιπέδιλος, χρυσοπέδιλος].