διαιρέτης: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diairetis
|Transliteration C=diairetis
|Beta Code=diaire/ths
|Beta Code=diaire/ths
|Definition=ου, ὁ, [[divider]], [[distributor]], <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>273</span>(pl.).
|Definition=διαιρέτου, ὁ, [[divider]], [[distributor]], Dam.''Pr.''273(pl.).
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 11:59, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαιρέτης Medium diacritics: διαιρέτης Low diacritics: διαιρέτης Capitals: ΔΙΑΙΡΕΤΗΣ
Transliteration A: diairétēs Transliteration B: diairetēs Transliteration C: diairetis Beta Code: diaire/ths

English (LSJ)

διαιρέτου, ὁ, divider, distributor, Dam.Pr.273(pl.).

Spanish (DGE)

-ου, ὁ el que divide o distribuye διαμερίζει τὸ ἐπιβάλλον ἀγαθὸς δ. ὑπάρχων Corn.ND 27, κληρούτωσαν ... ἄνδρας πέντε διαιρέτας τῶγ κτημάτων IEphesos 4A.9 (III a.C.), δικαιοσύνη ... τοῦ πρὸς ἀξίαν δ. la justicia que reparte premio y castigo Gr.Naz.M.36.129C, διαιρέται γὰρ οἱ δεύτεροι τρεῖς τῶν προτέρων τριῶν Dam.in Prm.273, δ.· diuisor, expunctor, Gloss.2.271
ref. a los herejes que dividen la naturaleza de la Trinidad οἱ τῆς ἀτμήτου φύσεως διαιρέται los que dividen la naturaleza indivisible Gr.Naz.M.37.1109A, διαιρέται ... τῆς θεότητος Chrys.M.50.704.

German (Pape)

[Seite 579] ὁ, der Trennende, Theilende, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διαιρέτης: -ου, ὁ, ὁ διαιρῶν, διανέμων, Γρηγ. Ναζ.

Greek Monolingual

ο διαιρώ
1. αυτός που διαιρεί, κατανέμει ή μοιράζει κάτι
2. μαθ. αριθμός με τον οποίο διαιρούμε άλλον (τον διαιρετέο).

Translations

distributor

Arabic: قَاسِم‎; Bulgarian: разпределител; Catalan: distribuïdor; Dutch: verspreider; Finnish: jakaja, jakelija, levittäjä, luokittelija, lajittelija; German: Verteiler; Greek: διανομέας; Ancient Greek: ἀναπομπός, ἀπονεμητής, διαδότης, διαιρέτης, διανεμητής, διανομεύς, ἐπιδότης, ἐπιδώτης, ἐπιμεριστής, μεριστής, νομεύς, ταμίας, ταμιευτής, ταμίης; Indonesian: pembagi, penyalur, distributor; Kazakh: дистрибьютор; Kyrgyz: дистрибьютор; Latin: divisor; Malay: pengedar; Norwegian: distributør; Polish: dystrybutor, dystrybutorka; Russian: дистрибьютор, распределитель; Spanish: distribuidor; Swahili: msambazaji; Swedish: distributör