ἀποσκυδμαίνω: Difference between revisions
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
m (Text replacement - "τινι" to "τινι") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aposkydmaino | |Transliteration C=aposkydmaino | ||
|Beta Code=a)poskudmai/nw | |Beta Code=a)poskudmai/nw | ||
|Definition=to [[be enraged with]], μὴ . . ἀποσκύδμαινε θεοῖσι | |Definition=to [[be enraged with]], μὴ.. ἀποσκύδμαινε θεοῖσι Il.24.65. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 12:03, 25 August 2023
English (LSJ)
to be enraged with, μὴ.. ἀποσκύδμαινε θεοῖσι Il.24.65.
Spanish (DGE)
irritarse contra μὴ ... ἀποσκύδμαινε θεοῖσιν Il.24.65.
German (Pape)
[Seite 325] heftig grollen, zürnen, τινί Il. 24. 65.
French (Bailly abrégé)
s'irriter contre, τινι.
Étymologie: ἀπό, σκυδμαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσκυδμαίνω: сердиться, гневаться (τινί Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσκυδμαίνω: ὀργίζομαι σφοδρῶς κατά τινος, Ἥρη, μὴ δὴ πάμπαν ἀποσκύδμαινε θεοῖσιν, ὀργίζου ἢ ἐπιμέμφου, Ἰλ. Ω. 65, «ἀποσκύδμαινε· ὀργίζου, χολοῦ, μέμφου» Ἡσύχ.
English (Autenrieth)
be utterly indignant at; τινί, imp., Il. 24.65†.
Greek Monolingual
(ΑΜ ἀποσκυδμαίνω και -σκύζω) σκυδμαίνω
είμαι υπερβολικά οργισμένος με κάποιον.