πολυβλέπων: Difference between revisions
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polyvlepon | |Transliteration C=polyvlepon | ||
|Beta Code=poluble/pwn | |Beta Code=poluble/pwn | ||
|Definition=οντος, [[blind]] (by euphemism), | |Definition=οντος, [[blind]] (by euphemism), ''PLond.''1821.269. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-οντος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βλέπει πολύ<br /><b>2.</b> (κατ' ευφ.) [[τυφλός]] («[[καθάπερ]] γὰρ τοὺς τυφλοὺς καλοῦσιν oἱ πολλοὶ πολυβλέποντας», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>5.</b> [[πολύβλεπτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>βλέπων</i>, μτχ. του [[βλέπω]] ([[πρβλ]]. [[κατωβλέπων]])]. | |mltxt=-οντος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βλέπει πολύ<br /><b>2.</b> (κατ' ευφ.) [[τυφλός]] («[[καθάπερ]] γὰρ τοὺς τυφλοὺς καλοῦσιν oἱ πολλοὶ πολυβλέποντας», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>5.</b> [[πολύβλεπτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>βλέπων</i>, μτχ. του [[βλέπω]] ([[πρβλ]]. [[κατωβλέπων]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 25 August 2023
English (LSJ)
οντος, blind (by euphemism), PLond.1821.269.
Greek Monolingual
-οντος, ὁ, Α
1. αυτός που βλέπει πολύ
2. (κατ' ευφ.) τυφλός («καθάπερ γὰρ τοὺς τυφλοὺς καλοῦσιν oἱ πολλοὶ πολυβλέποντας», Ιωάνν. Χρυσ.)
5. πολύβλεπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + βλέπων, μτχ. του βλέπω (πρβλ. κατωβλέπων)].