φωτοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fotoforos
|Transliteration C=fotoforos
|Beta Code=fwtofo/ros
|Beta Code=fwtofo/ros
|Definition=gloss on [[φαεσφόρους]], Suid., cf. <span class="bibl"><span class="title">EM</span>786.33</span>.
|Definition=gloss on [[φαεσφόρους]], Suid., cf. ''EM''786.33.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φωτοφόρος Medium diacritics: φωτοφόρος Low diacritics: φωτοφόρος Capitals: ΦΩΤΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: phōtophóros Transliteration B: phōtophoros Transliteration C: fotoforos Beta Code: fwtofo/ros

English (LSJ)

gloss on φαεσφόρους, Suid., cf. EM786.33.

German (Pape)

[Seite 1324] Licht bringend, wie φωσφόρος, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

φωτοφόρος: -ον, ὁ φέρων φῶς, ὡς τὸ φωσφόρος, Σουΐδ., Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-α, -ο / φωτοφόρος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Ν
αυτός που ενέχει και εκπέμπει φως, ο φωτεινός
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το φωτοφόρο
α) λαμπτήρας με ανακλαστήρα
β) ζωολ. βλ. φωτοφόρο
μσν.
εκκλ. (για το μυστήριο του βαπτίσματος) αυτός που παρέχει πνευματικό φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)- + -φόρος].