προσκλινής: Difference between revisions

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosklinis
|Transliteration C=prosklinis
|Beta Code=prosklinh/s
|Beta Code=prosklinh/s
|Definition=ές, [[sloping]], <span class="bibl">Gp.9.3.2</span>.
|Definition=προσκλινές, [[sloping]], Gp.9.3.2.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκλῐνής Medium diacritics: προσκλινής Low diacritics: προσκλινής Capitals: ΠΡΟΣΚΛΙΝΗΣ
Transliteration A: prosklinḗs Transliteration B: prosklinēs Transliteration C: prosklinis Beta Code: prosklinh/s

English (LSJ)

προσκλινές, sloping, Gp.9.3.2.

German (Pape)

[Seite 769] ές, angelehnt, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

προσκλῐνής: -ές, ὁ στηριζόμενος, κλίνων ἐπί τινος, Γεωπ. 9. 3, 2.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ προσκλίνω
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το προσκλινές επίπεδη ανώτατη επιφάνεια του προπετάσματος ενός οχυρώματος ή χαρακώματος
νεοελλ.-μσν.
κεκλιμένος, γερμένος
αρχ.
1. προκατειλημμένος, προδιαθετειμένος
2. αδρανής, αργός.