Πυλαγόρας: Difference between revisions

From LSJ

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Pylagoras
|Transliteration C=Pylagoras
|Beta Code=*pulago/ras
|Beta Code=*pulago/ras
|Definition=-ου, ὁ, ([[Πύλαι]], [[ἀγείρω]])<br><span class="bld">A</span> [[delegate sent to the Amphictyonic Council at Pylae]], ἥκειν… φασι τοὺς Πυλαγόρας Ar.''Fr.''322:—also [[Πυλαγόρος]] or [[Πυλάγορος]], Hdt.7.214, D.18.149 ([[varia lectio|v.l.]] [[Πυλάγόρας]]), Decr. Amphict.ib.154, Aeschin.3.113,114 ([[varia lectio|v.l.]] [[Πυλάγόρας]]), 122, al., Str.9.3.7 (both forms);<br><span class="bld">II</span> διὰ βίου ''SIG''795 ''B'' 5 (Delph., i A.D.); cf. [[Πυληγόρος]].
|Definition=-ου, ὁ, ([[Πύλαι]], [[ἀγείρω]])<br><span class="bld">A</span> [[delegate sent to the Amphictyonic Council at Pylae]], ἥκειν… φασι τοὺς Πυλαγόρας Ar.''Fr.''322:—also [[Πυλαγόρος]] or [[Πυλάγορος]], [[Herodotus|Hdt.]]7.214, D.18.149 ([[varia lectio|v.l.]] [[Πυλάγόρας]]), Decr. Amphict.ib.154, Aeschin.3.113,114 ([[varia lectio|v.l.]] [[Πυλάγόρας]]), 122, al., Str.9.3.7 (both forms);<br><span class="bld">II</span> διὰ βίου ''SIG''795 ''B'' 5 (Delph., i A.D.); cf. [[Πυληγόρος]].
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 12:04, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πῠλᾱγόρας Medium diacritics: Πυλαγόρας Low diacritics: Πυλαγόρας Capitals: ΠΥΛΑΓΟΡΑΣ
Transliteration A: Pylagóras Transliteration B: Pylagoras Transliteration C: Pylagoras Beta Code: *pulago/ras

English (LSJ)

-ου, ὁ, (Πύλαι, ἀγείρω)
A delegate sent to the Amphictyonic Council at Pylae, ἥκειν… φασι τοὺς Πυλαγόρας Ar.Fr.322:—also Πυλαγόρος or Πυλάγορος, Hdt.7.214, D.18.149 (v.l. Πυλάγόρας), Decr. Amphict.ib.154, Aeschin.3.113,114 (v.l. Πυλάγόρας), 122, al., Str.9.3.7 (both forms);
II διὰ βίου SIG795 B 5 (Delph., i A.D.); cf. Πυληγόρος.

Greek (Liddell-Scott)

Πῠλᾰγόρᾱς: -ου, ὁ, (Πύλαι, ἀγείρω), ὁ πεμπόμενος ὡς ῥήτωρ εἰς τὸ ἐν Πύλαις Ἀμφικτυονικὸν συνέδριον, ἀπεσταλμένος ἢ ἀντιπρόσωπος Ἑλληνικῆς τινος πολιτείας πρὸς τὸ συνέδριον τοῦτο (ἐξ Ἀθηνῶν ἐπέμποντο τρεῖς Πυλαγόραι, οἵτινες μετὰ τοῦ Ἱερομνήμονος ἀπετέλουν τὴν Ἀθηναϊκὴν ἀποστολήν), Δημ. 277. 1, Αἰσχίν. 69. 31, Στράβ. 420· ἥκειν... φασι τοὺς Πυλαγόρας Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 306. - Ὁ παλαιότερος τύπος εἶναι Πυλαγόρος (ἢ μᾶλλον Πυληγόρος), Ἡρόδ. 7. 213, 214 καὶ οὕτω παρὰ Δημ. 278. 19, 26, Αἰσχίν. 71. 9 καὶ 25. - Πρβλ. Herm. Pol. Ant. § 14.

Greek Monotonic

Πῠλᾱγόρας: -ου, ὁ (Πύλαι, ἀγείρω), αυτός που πέμπεται ως ρήτορας στις Πύλες (Πύλαι), όπου γινόταν το αμφικτυονικό συνέδριο, απεσταλμένος ή αντιπρόσωπος ελληνικής πόλης στο συνέδριο, σε Δημ., Αισχίν.