σιδηρόδετος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sidirodetos
|Transliteration C=sidirodetos
|Beta Code=sidhro/detos
|Beta Code=sidhro/detos
|Definition=σιδηρόδετον, [[iron-bound]], πόρπακες B.''Fr.''3; <b class="b3">ἐδέδετο ἐν ξύλῳ σ.</b>, of stocks, Hdt.9.37; μόχλοι J.''BJ'' 6.5.3.
|Definition=σιδηρόδετον, [[iron-bound]], πόρπακες B.''Fr.''3; <b class="b3">ἐδέδετο ἐν ξύλῳ σ.</b>, of stocks, [[Herodotus|Hdt.]]9.37; μόχλοι J.''BJ'' 6.5.3.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:07, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηρόδετος Medium diacritics: σιδηρόδετος Low diacritics: σιδηρόδετος Capitals: ΣΙΔΗΡΟΔΕΤΟΣ
Transliteration A: sidēródetos Transliteration B: sidērodetos Transliteration C: sidirodetos Beta Code: sidhro/detos

English (LSJ)

σιδηρόδετον, iron-bound, πόρπακες B.Fr.3; ἐδέδετο ἐν ξύλῳ σ., of stocks, Hdt.9.37; μόχλοι J.BJ 6.5.3.

German (Pape)

[Seite 879] mit Eisen gebunden, gefesselt, mit Eisen beschlagen, angeschmiedet; ξύλον σιδηρόδετον, Her. 9, 37; πόρπαξ, Bacchylid. fr. 12; sp. D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
attaché avec des liens de fer.
Étymologie: σίδηρος, δέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιδηρόδετος -ον, Dor. σιδᾱρόδετος [σίδηρος, δέω] met ijzer vastgeklonken.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηρόδετος: дор. σῐδᾱρόδετος 2 сбитый или обитый железом (ξύλον Her.; κνῆσμα Anth.).

Greek Monolingual

-η, -ο / σιδηρόδετος, -ον, ΝΜΑ
σιδερόδετος
μσν.
σιδηροδέσμιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -δετος (< δέω (II) «δένω»), πρβλ. χαλκόδετος].

Greek Monotonic

σῐδηρόδετος: -ον, αυτός που είναι δεμένος με σίδηρο, σιδηροδέσμιος, αλυσοδεμένος· ἐν ξύλῳ σιδηροδέτῳ, δηλ. στα δεσμά, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηρόδετος: -ον, ὁ διὰ σιδήρου δεδεμένος, πόρπακες Βακχυλ. 13. 6· ἐδέδετο ἐν ξύλῳ σ., ἐπὶ ποδοκάκης, Ἡρόδ. 9. 37.
ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, σιδηροδέσμιος, ἐν δεσμοῖς ὤν, σ. ἔχειν τινὰ Ἄννα Κομν. 1. 401.

Middle Liddell

σῐδηρό-δετος, ον,
iron-bound, ἐν ξύλῳ σιδηροδέτῳ, i. e. in the stocks, Hdt.