ἱμάντινος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=imantinos
|Transliteration C=imantinos
|Beta Code=i(ma/ntinos
|Beta Code=i(ma/ntinos
|Definition=η, ον, [[of leather thongs]], Hdt.4.189, Hp.''Art.'' 78.
|Definition=η, ον, [[of leather thongs]], [[Herodotus|Hdt.]]4.189, Hp.''Art.'' 78.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:08, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱμάντῐνος Medium diacritics: ἱμάντινος Low diacritics: ιμάντινος Capitals: ΙΜΑΝΤΙΝΟΣ
Transliteration A: himántinos Transliteration B: himantinos Transliteration C: imantinos Beta Code: i(ma/ntinos

English (LSJ)

η, ον, of leather thongs, Hdt.4.189, Hp.Art. 78.

German (Pape)

[Seite 1252] von ledernen Riemen gemacht; θύσανοι Her. 4, 189; δεσμά Hippocr.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
fait avec des courroies.
Étymologie: ἱμάς.

Russian (Dvoretsky)

ἱμάντινος: (ῐμ) ременный, кожаный (θύσανοι Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱμάντῐνος: -η, -ον, (ἱμὰς) ἐξ ἱμάντων, ἐπὶ δερματίνων δεσμῶν, Ἡρόδ. 4. 189, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 837.

Greek Monolingual

ἱμάντινος, -ίνη, -ον (Α)
αυτός που αποτελείται από ιμάντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + κατάλ. -ινος (πρβλ. μάλλινος, ξύλινος)].

Greek Monotonic

ἱμάντῐνος: -η, -ον (ἱμάς), αυτός που έχει συντεθεί από ιμάντες, λουριά, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἱμάντῐνος, η, ον ἱμάς
of leather thongs, Hdt.