θεοειδής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Pl.''Phdr.''" to "Pl.''Phdr.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=theoeidis
|Transliteration C=theoeidis
|Beta Code=qeoeidh/s
|Beta Code=qeoeidh/s
|Definition=θεοειδές,<br><span class="bld">A</span> [[godlike]], in Hom. of form, Πρίαμος Il.24.217, al.; [[Ἀλέξανδρος]], [[Τηλέμαχος]], 3.16, Od.14.173, al.; Οὐρανίη Hes.''Th.''350; θ. πρόσωπον Pl.''Phdr.''251a; οἱ ποιηταὶ τοὺς καλοὺς θεοειδεῖς ὀνομάζουσιν Plu.2.988d, cf. [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 501b.<br><span class="bld">II</span> generally, [[godlike]], θεοειδές τί ἐστιν ἡ ψυχή Id.''Phd.''95c, cf. Muson.''Fr.''17p.91H.; of things, λίθους, βοτάνας, ζῷα, ἀρώματα Iamb.''Myst.''5.23: Comp. θεοειδέστερος Pl.''Epin.''980d: Sup. θεοειδέστατος Eus.Mynd.33; κόσμος ἐπῶν Phalar.''Ep.''147.2: also irreg. <b class="b3">θεειδ-</b> ([[quod vide|q.v.]]). Adv. [[θεοειδῶς]] Herm.''in Phdr.''p.178A., Suid.
|Definition=θεοειδές,<br><span class="bld">A</span> [[godlike]], in Hom. of form, Πρίαμος Il.24.217, al.; [[Ἀλέξανδρος]], [[Τηλέμαχος]], 3.16, Od.14.173, al.; Οὐρανίη Hes.''Th.''350; θ. πρόσωπον [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''251a; οἱ ποιηταὶ τοὺς καλοὺς θεοειδεῖς ὀνομάζουσιν Plu.2.988d, cf. [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 501b.<br><span class="bld">II</span> generally, [[godlike]], θεοειδές τί ἐστιν ἡ ψυχή Id.''Phd.''95c, cf. Muson.''Fr.''17p.91H.; of things, λίθους, βοτάνας, ζῷα, ἀρώματα Iamb.''Myst.''5.23: Comp. θεοειδέστερος Pl.''Epin.''980d: Sup. θεοειδέστατος Eus.Mynd.33; κόσμος ἐπῶν Phalar.''Ep.''147.2: also irreg. <b class="b3">θεειδ-</b> ([[quod vide|q.v.]]). Adv. [[θεοειδῶς]] Herm.''in Phdr.''p.178A., Suid.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:50, 18 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεοειδής Medium diacritics: θεοειδής Low diacritics: θεοειδής Capitals: ΘΕΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: theoeidḗs Transliteration B: theoeidēs Transliteration C: theoeidis Beta Code: qeoeidh/s

English (LSJ)

θεοειδές,
A godlike, in Hom. of form, Πρίαμος Il.24.217, al.; Ἀλέξανδρος, Τηλέμαχος, 3.16, Od.14.173, al.; Οὐρανίη Hes.Th.350; θ. πρόσωπον Pl.Phdr.251a; οἱ ποιηταὶ τοὺς καλοὺς θεοειδεῖς ὀνομάζουσιν Plu.2.988d, cf. Pl.R. 501b.
II generally, godlike, θεοειδές τί ἐστιν ἡ ψυχή Id.Phd.95c, cf. Muson.Fr.17p.91H.; of things, λίθους, βοτάνας, ζῷα, ἀρώματα Iamb.Myst.5.23: Comp. θεοειδέστερος Pl.Epin.980d: Sup. θεοειδέστατος Eus.Mynd.33; κόσμος ἐπῶν Phalar.Ep.147.2: also irreg. θεειδ- (q.v.). Adv. θεοειδῶς Herm.in Phdr.p.178A., Suid.

German (Pape)

[Seite 1195] ές, gottähnlich, göttlich; bei Hom. von gottähnlicher Gestalt, bes. von jugendlich kräftigen Heldengestalten, Alexander, Il. 3, 16, Telemach, Od. 14, 173; auch von Priamus, dem ehrwürdigen Greise, IT. 24, 217; – von der Nymphe Urania Hes. Th. 350; – ψυχή, im geistigen Sinne, Plat. Phaed. 95 c; πρόσωπον Phaedr. 251 a. – Compar. θεοειδέστερος, Epinom. 980 d u. Sp. – Adv., Ap. Rh. 2, 1184; VLL. Vgl. θεουδής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
semblable aux dieux.
Étymologie: θεός, εἶδος.

Russian (Dvoretsky)

θεοειδής: схожий с божеством, богоподобный (Πρίαμος, Ἀλέξανδρος Hom.; Οὐρανίη Hes.; πρόσωπον, ψυχή Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

θεοειδής: -ές, ὅμοιος θεῷ, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ ἐξωτερικῆς μορφῆς, συνήθως ἐπὶ νέων ἡρώων οἷον τοῦ Πάριδος καὶ Τηλεμάχου, (οἱ ποιηταὶ τοὺς καλοὺς θεοειδεῖς... ὀνομάζουσιν Πλούτ. 2. 988D, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 501B), Ἰλ. Γ. 16, Ὀδ. Ξ. 173, κ. ἀλλ.· ἀλλ’ ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ σεβασμίου Πριάμου, Ἰλ. Ω. 217, 299, 372· ἐπὶ τῆς νύμφης Οὐρανίας, Ἡσ. Θ. 350· θ. πρόσωπον Πλάτ. Φαίδρ. 231Α· - δραδύτερον πρὸς δήλωσιν ἠθικῶν σχέσεων, ἡ ψυχὴ... θεοειδές τί ἐστι ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 95C, πρβλ. Μουσών. παρὰ Στοβ. 595. 48· καὶ ἐπὶ θεοσεβῶν ἀνθρώπων παρὰ Γρηγ. ἐν Ἀνθ. Π. 8. 1, 68, 74: -συγκρ. θεοειδέστερος, Πλάτ. Ἐπιν. 980D· ἀνώμα.. ὑπερθ. θεαιδέστατος, ὂ ἴδε. -Ἐπιρρ. -δῶς, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1180. -Πρβλ. θεουδής.

English (Autenrieth)

ές (ϝεῖδος): god-like, beautiful as the gods.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ θεοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με τον θεό (ή τους θεούς) («θεοειδές πρόσωπον», Πλάτ.)
αρχ.
1. (για πράγματα) θείος, θεϊκός («θεοειδεῖς λίθους», Ιάμβλ.)
2. θεοσεβής
3. το ουδ. ως ουσ. το θεοειδές
η ομοιότητα προς τον θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -ειδής (< είδος), πρβλ. ομο-ειδής ῳο-ειδής].

Greek Monotonic

θεοειδής: -ές (εἶδος), με ουράνια, θεϊκή μορφή, σε Όμηρ., Πλάτ.

Middle Liddell

θεο-ειδής, ές εἶδος
divine of form, Hom., Plat.