λείψανον: Difference between revisions
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=leipsanon | |Transliteration C=leipsanon | ||
|Beta Code=lei/yanon | |Beta Code=lei/yanon | ||
|Definition=τό, ([[λείπω]])<br><span class="bld">A</span> [[piece left]], [[remnant]], Ἀργοῦς E.''Med.''1387: metaph., of a man, <b class="b3"> | |Definition=τό, ([[λείπω]])<br><span class="bld">A</span> [[piece left]], [[remnant]], Ἀργοῦς E.''Med.''1387: metaph., of a man, <b class="b3">λείψανον φίλων, λείψανον Φρυγῶν</b>, Id.''El.''554, ''Tr.''716; τὸ νῦν αὐτῆς [τῆς γῆς] λ. Pl.''Criti.''110e, cf. 111a; δάκρυα… στοργᾶς λείψανον ''AP''7.476 (Mel.); <b class="b3">μειδιάματος λείψανον</b> [[traces]] of a [[smile]], Chor.in ''Rev.Phil.''1.230.<br><span class="bld">2</span> freq. in plural, [[remains]] of the dead, λείψαν' ἐκβάλλειν κυσίν E.''Fr.''469; λείψανα θανόντος S.''El.''1113; τὰ λείψανα τοῦ σώματος [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 86c; <b class="b3">βωμὸς λείψανα φωτὸς ἔχει</b> ''CIG'' (add.) 4079b (Ancyra), al.; but <b class="b3">λείψανα τῶν ἀγαθῶν ἀνδρῶν</b> their [[deed]]s, [[good name]], etc., E.''Andr.''774 (lyr.); [[remnants]] of [[youth]], Ar.''V.''1066 (lyr.); <b class="b3">λείψανα τῶν Ἰλιακῶν παθημάτων</b> [[sequel]]s to... Longin.9.12. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0027.png Seite 27]] τό, Überbleibsel, Überrest, Eur. Med. 1387 u. öfter; Ar. Vesp. 1066; auch von Todten, [[αὐτοῦ]] θανόντος, Soph. El. 1113; sp. D., wie in Prosa, τοῦ σώματος Plat. Phaed. 86 c; τὰ τοῦ πατρός Hdn. 3, 15, 15. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0027.png Seite 27]] τό, [[Überbleibsel]], [[Überrest]], Eur. Med. 1387 u. öfter; Ar. Vesp. 1066; auch von Todten, [[αὐτοῦ]] θανόντος, Soph. El. 1113; sp. D., wie in Prosa, τοῦ σώματος Plat. Phaed. 86 c; τὰ τοῦ πατρός Hdn. 3, 15, 15. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 17:44, 31 October 2023
English (LSJ)
τό, (λείπω)
A piece left, remnant, Ἀργοῦς E.Med.1387: metaph., of a man, λείψανον φίλων, λείψανον Φρυγῶν, Id.El.554, Tr.716; τὸ νῦν αὐτῆς [τῆς γῆς] λ. Pl.Criti.110e, cf. 111a; δάκρυα… στοργᾶς λείψανον AP7.476 (Mel.); μειδιάματος λείψανον traces of a smile, Chor.in Rev.Phil.1.230.
2 freq. in plural, remains of the dead, λείψαν' ἐκβάλλειν κυσίν E.Fr.469; λείψανα θανόντος S.El.1113; τὰ λείψανα τοῦ σώματος Pl.Phd. 86c; βωμὸς λείψανα φωτὸς ἔχει CIG (add.) 4079b (Ancyra), al.; but λείψανα τῶν ἀγαθῶν ἀνδρῶν their deeds, good name, etc., E.Andr.774 (lyr.); remnants of youth, Ar.V.1066 (lyr.); λείψανα τῶν Ἰλιακῶν παθημάτων sequels to... Longin.9.12.
German (Pape)
[Seite 27] τό, Überbleibsel, Überrest, Eur. Med. 1387 u. öfter; Ar. Vesp. 1066; auch von Todten, αὐτοῦ θανόντος, Soph. El. 1113; sp. D., wie in Prosa, τοῦ σώματος Plat. Phaed. 86 c; τὰ τοῦ πατρός Hdn. 3, 15, 15.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
reste ; τὰ λείψανα restes d'un mort.
Étymologie: λείπω.
Russian (Dvoretsky)
λείψᾰνον: τό
1 тж. pl. остаток, остатки (φίλων Eur.; τῆς γῆς Plat.); обломки (Ἀργοῦς Eur.);
2 pl. останки (τοῦ σώματος Plat.; θανόντος Soph.);
3 pl. прочный след, неувядаемая слава (ἀγαθῶν ἀνδρῶν Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
λείψᾰνον: τό, (λείπω) τεμάχιον ἀπολειφθέν, θραῦσμα, ὑπόλοιπον, τὸ ἀπομένον, Ἀργοῦς Εὐρ. Μήδ. 1387· μεταφορ. ἐπὶ ἀνθρώπου, λείψανον φίλων, Φρυγῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 554, Τρῳ. 711· τὸ νῦν αὐτῆς [τῆς γῆς] λ. Πλάτ. Κριτί. 110Ε, πρβλ. 111Α· δάκρυα... στοργᾶς λείψανον Ἀνθ. ΙΙ. 7. 476. 2) συχνάκις ἐν τῷ πληθ., λείψανα, ὑπόλοιπα, «ἀπομεινάρια», «λείψανον» (νεκροῦ), Λατ. reliquiae, λείψαν’ ἐκβάλλειν κυσὶν Εὐρ. Ἀπόσπ. 472· θανόντος λείψανα Σοφ. Ἠλ. 1113· τὰ λ. τοῦ σώματος Πλάτ. Φαίδων 86C· βωμὸς λ. φωτὸς ἔχει Ἐπιτύμβ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 4079b, κ. ἀλλ.· - ἀλλά, ἀγαθῶν ἀνδρῶν λ., εἶναι τὰ καλὰ αὐτῶν ἔργα, τὸ καλὸν ὄνομα, κτλ., Εὐρ. Ἀνδρ. 774· λείψανα, ἀπομεινάρια νεότητος, Ἀριστοφ. Σφ. 1066· λείψανα τῶν Ἰλιακῶν παθημάτων, τὰ ἑπόμενα τῶν..., Λογγῖν. 9. 12.
Greek Monotonic
λείψᾰνον: τό (λείπω)·
1. κομμάτι που έχει απομείνει, ερείπιο, υπόλοιπο, απομεινάρι, σε Ευρ.
2. στον πληθ., λείψανα, απομεινάρια, Λατ. reliquiae, λέγεται για τους πεθαμένους, σε Σοφ., Πλάτ.· αλλά, ἀγαθῶν ἀνδρῶν λείψανον, αποτελούν τα καλά τους έργα, το καλό όνομά τους, σε Ευρ.· λείψανα, απομεινάρια της νιότης, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
λείψᾰνον, ου, τό, λείπω
1. a piece left, wreck, remnant, relic, Eur.
2. in plural, remains, remnants, Lat. reliquiae, of the dead, Soph., Plat.;—but, ἀγαθῶν ἀνδρῶν λ. are their deeds, good name, Eur.; λείψανα, remnants of youth, Ar.
English (Woodhouse)
remains, all that is left of, ruins of
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό λείπω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.