καλοδιδάσκαλος: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - " N. T." to " N.T.")
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1312.png Seite 1312]] ὁ, ein guter Lehrer, N. T.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1312.png Seite 1312]] ὁ, ein guter Lehrer, [[NT|N.T.]]
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 10:30, 23 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλοδῐδάσκᾰλος Medium diacritics: καλοδιδάσκαλος Low diacritics: καλοδιδάσκαλος Capitals: ΚΑΛΟΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ
Transliteration A: kalodidáskalos Transliteration B: kalodidaskalos Transliteration C: kalodidaskalos Beta Code: kalodida/skalos

English (LSJ)

ὁ, teacher of virtue, Ep.Tit.2.3.

German (Pape)

[Seite 1312] ὁ, ein guter Lehrer, N.T.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui enseigne le bien, professeur de vertu.
Étymologie: καλός, διδάσκαλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλοδιδάσκαλος -ον [καλός, διδάσκαλος] het goede onderwijzend.

Russian (Dvoretsky)

καλοδιδάσκαλος:хороший наставник, учащий добру NT.

English (Strong)

from καλός and διδάσκαλος; a teacher of the right: teacher of good things.

English (Thayer)

καλοδιδασκαλου, ὁ, ἡ (διδάσκαλος and καλόν, cf. ἱεροδιδασκαλος, νομοδιδάσκαλος, χοροδιδάσκαλος), teaching that which is good, a teacher of goodness: Titus 2:3. Nowhere else.

Greek Monolingual

καλοδιδάσκαλος, ὁ (Α)
αυτός που διδάσκει την αρετή.

Greek Monotonic

κᾰλοδιδάσκαλος: ὁ, δάσκαλος της αρετής, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

κᾰλοδιδάσκαλος: ὁ, διδάσκαλος ἀρετῆς, Ἐπιστ. π. Τίτον β΄, 3.

Middle Liddell

κᾰλο-διδάσκαλος, ὁ,
a teacher of virtue, NTest.

Chinese

原文音譯:kalodid£skaloj 卡羅-笛打士卡羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:完全的-教(者)
字義溯源:善的教師,教師,教人行善;由(καλός)*=美好的)與(διδάσκαλος)=教師)組成; (διδάσκαλος)出自(διδάσκω)=教); (διδάσκω)出自(δαπάνη)Y*=學)
出現次數:總共(1);多(1)
譯字彙編
1) 教人行善(1) 多2:3