totalmente: Difference between revisions
From LSJ
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἀέρδην]], [[ἀκεραίως]], [[ἀκράτως | |sltx=[[ἀέρδην]], [[ἀκεραίως]], [[ἀκράτως]], [[ἄκρως]], [[ἀλανέως]], [[ἀπαρτί]], [[ἅπας]], [[ἀπηρτισμένως]], [[ἁπλῶς]], [[ἀπόπαν]], [[ἄρδην]], [[διὰ τέλους]], [[διαμπερῶς]], [[εἰς τὸ παντελές]], [[ἐκ βάθρων]], [[ἐλλιτές]], [[ἔμπας]], [[ἐνδελιτές]], [[ἐντελέως]], [[ἐντελῶς]], [[ἐξάπαντος]], [[ἐπ' ἀκεραίῳ]], [[κατ' ἄκρας]], [[κατ' ἄκρης]], [[κατάκρας]], [[κατάκρης]], [[ὁλικῶς]], [[ὁλοσχερῶς]], [[πάγχυ]], [[πανσυδίᾳ]], [[πανσυδίῃ]], [[πανσυδίην]], [[παντελέως]], [[παντελῶς]], [[πασσυδίᾳ]], [[πασσυδίῃ]], [[πασσυδίην]], [[πασσύριον]], [[περικειμένως]], [[πληρούντως]], [[συντετελεσμένως]], [[τέλειον]], [[τελείως]], [[τελέως]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:33, 24 January 2024
Spanish > Greek
ἀέρδην, ἀκεραίως, ἀκράτως, ἄκρως, ἀλανέως, ἀπαρτί, ἅπας, ἀπηρτισμένως, ἁπλῶς, ἀπόπαν, ἄρδην, διὰ τέλους, διαμπερῶς, εἰς τὸ παντελές, ἐκ βάθρων, ἐλλιτές, ἔμπας, ἐνδελιτές, ἐντελέως, ἐντελῶς, ἐξάπαντος, ἐπ' ἀκεραίῳ, κατ' ἄκρας, κατ' ἄκρης, κατάκρας, κατάκρης, ὁλικῶς, ὁλοσχερῶς, πάγχυ, πανσυδίᾳ, πανσυδίῃ, πανσυδίην, παντελέως, παντελῶς, πασσυδίᾳ, πασσυδίῃ, πασσυδίην, πασσύριον, περικειμένως, πληρούντως, συντετελεσμένως, τέλειον, τελείως, τελέως