δακτυλῖτις: Difference between revisions
From LSJ
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α | |mltxt=η (Α δακτυλῖτις)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] [[φυτών]] από τα οποία το γνωστότερο [[είναι]] η [[δακτυλίτις]] η πορφυρά<br /><b>αρχ.</b><br />το [[φυτό]] αριστολοχεία η μακρά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δάκτυλος]]. Η [[ονομασία]] του φυτού οφείλεται στο [[σχήμα]] της ρίζας του που μοιάζει με [[δάχτυλο]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:29, 6 February 2024
English (LSJ)
ἡ, = ἀριστολοχεία μακρά, Dsc.3.4, Isid.Etym.17.9.52.
Spanish (DGE)
-ιδος, ἡ
bot. aristoloquia larga, Aristolochia longa L., Dsc.3.4, Heras en Gal.13.544, Isid.Etym.17.9.52, cf. δακτυλίς 3.
German (Pape)
[Seite 520] ιδος, ἡ, eine Pflanze, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
δακτῠλῖτις: ἡ, εἶδος φυτοῦ (aristolochia longa ?) Διοσκ. 3. 5.
Greek Monolingual
η (Α δακτυλῖτις)
νεοελλ.
βοτ. γένος φυτών από τα οποία το γνωστότερο είναι η δακτυλίτις η πορφυρά
αρχ.
το φυτό αριστολοχεία η μακρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος. Η ονομασία του φυτού οφείλεται στο σχήμα της ρίζας του που μοιάζει με δάχτυλο].