κρικούμαι: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
m (Text replacement - "χεῑλ" to "χεῖλ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κρικοῦμαι, -όομαι (Α) [[κρίκος]]<br />ασφαλίζομαι με κρίκο («ὁπλίζουσι δὲ καὶ τὰς γυναῑκας, ὧν αἱ πλείους κεκρίκωνται τὸ χεῖλος τοῦ στόματος χαλκῷ κρίκῳ», <b>Στράβ.</b>).
|mltxt=κρικοῦμαι, -όομαι (Α) [[κρίκος]]<br />ασφαλίζομαι με κρίκο («ὁπλίζουσι δὲ καὶ τὰς γυναῖκας, ὧν αἱ πλείους κεκρίκωνται τὸ χεῖλος τοῦ στόματος χαλκῷ κρίκῳ», <b>Στράβ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 14:40, 6 February 2024

Greek Monolingual

κρικοῦμαι, -όομαι (Α) κρίκος
ασφαλίζομαι με κρίκο («ὁπλίζουσι δὲ καὶ τὰς γυναῖκας, ὧν αἱ πλείους κεκρίκωνται τὸ χεῖλος τοῦ στόματος χαλκῷ κρίκῳ», Στράβ.).