πλακωτή: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[πλακώ]]<br />[[είδος]] ορυκτού που χρησίμευε ως [[φάρμακο]] για τα μάτια, πλακῑτις.
|mltxt=ἡ, Α [[πλακώ]]<br />[[είδος]] ορυκτού που χρησίμευε ως [[φάρμακο]] για τα μάτια, πλακῖτις.
}}
}}

Latest revision as of 14:46, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰκωτή Medium diacritics: πλακωτή Low diacritics: πλακωτή Capitals: ΠΛΑΚΩΤΗ
Transliteration A: plakōtḗ Transliteration B: plakōtē Transliteration C: plakoti Beta Code: plakwth/

English (LSJ)

ἡ, a form of καδμεία (cf. πλακίτης ΙΙ), Dsc.5.74.

Greek Monolingual

ἡ, Α πλακώ
είδος ορυκτού που χρησίμευε ως φάρμακο για τα μάτια, πλακῖτις.