νᾶμα: Difference between revisions
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nama | |Transliteration C=nama | ||
|Beta Code=na=ma | |Beta Code=na=ma | ||
|Definition=-ατος, τό, ([[νάω]])<br><span class="bld">A</span> [[anything flowing]], [[running water]], [[stream]], [[spring]], <b class="b3">ν. Μναμοσύνας</b> cj. in Simon.45, cf. A.''Pr.''806, S.''Ant.''1130 (lyr.); Κασταλίδος νάματα ''Pae.Delph.''1.6; δακρύων θερμὰ ν. S.''Tr.''919; νάματ' ὄσσων E.''HF''625; ν. πυρός Id.''Med.''1187; ν. Βάκχιον Ar.''Ec.''14; μὰ νάματα Antiph.296 (= Timocl.38); <b class="b3">ν. θυγατέρων ταύρων</b>, i.e. honey, Ph. Tars. ap. Gal.13.269; <b class="b3">φλέγματος, χολῆς ν.</b>, Philostr.''Gym.''42: freq. in Pl., as κρηνῶν καὶ ποταμῶν νάματα ''Criti.''111d: metaph., λόγων ν. ''Ti.''75e.<br><span class="bld">2</span> [[wooden conduit]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> νάματα· προβολαί, Id. | |Definition=-ατος, τό, ([[νάω]])<br><span class="bld">A</span> [[anything flowing]], [[running water]], [[stream]], [[spring]], <b class="b3">ν. Μναμοσύνας</b> cj. in Simon.45, cf. [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''806, S.''Ant.''1130 (lyr.); Κασταλίδος νάματα ''Pae.Delph.''1.6; δακρύων θερμὰ ν. S.''Tr.''919; νάματ' ὄσσων E.''HF''625; ν. πυρός Id.''Med.''1187; ν. Βάκχιον Ar.''Ec.''14; μὰ νάματα Antiph.296 (= Timocl.38); <b class="b3">ν. θυγατέρων ταύρων</b>, i.e. honey, Ph. Tars. ap. Gal.13.269; <b class="b3">φλέγματος, χολῆς ν.</b>, Philostr.''Gym.''42: freq. in Pl., as κρηνῶν καὶ ποταμῶν νάματα ''Criti.''111d: metaph., λόγων ν. ''Ti.''75e.<br><span class="bld">2</span> [[wooden conduit]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> νάματα· προβολαί, Id. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 09:07, 7 February 2024
English (LSJ)
-ατος, τό, (νάω)
A anything flowing, running water, stream, spring, ν. Μναμοσύνας cj. in Simon.45, cf. A.Pr.806, S.Ant.1130 (lyr.); Κασταλίδος νάματα Pae.Delph.1.6; δακρύων θερμὰ ν. S.Tr.919; νάματ' ὄσσων E.HF625; ν. πυρός Id.Med.1187; ν. Βάκχιον Ar.Ec.14; μὰ νάματα Antiph.296 (= Timocl.38); ν. θυγατέρων ταύρων, i.e. honey, Ph. Tars. ap. Gal.13.269; φλέγματος, χολῆς ν., Philostr.Gym.42: freq. in Pl., as κρηνῶν καὶ ποταμῶν νάματα Criti.111d: metaph., λόγων ν. Ti.75e.
2 wooden conduit, Hsch.
II νάματα· προβολαί, Id.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
propr. ce qui coule :
1 courant d'eau, source, ruisseau;
2 épanchement de larmes.
Étymologie: νάω.
German (Pape)
τό, das Fließende, der Quell, das Naß; Aesch. Prom. 808; Κασταλίας, Soph. Ant. 1117; Δίρκης, Eur. Phoen. 102; ποτάμιον, Cycl. 98; auch πυρός, Med. 1187; von den Tränen, δακρύων ῥήξασα θερμὰ νάματα, Soph. Tr. 915; ὄσσων Eur. Herc.Fur. 625; νᾶμα βάκχιον, Ar. Eccl. 14 und sp.D., wie νᾶμα Βρομίου, Anacr. 44.11; und in Prosa, wie Plat. ἄφθονα κρηνῶν καὶ ποταμῶν νάματα, Critia. 111d; τὰ ἐκ Διὸς ἰόντα νάματα, Regen, Legg. VIII.844b; und übertragen, τὸ λόγων νᾶμα κάλλιστον καὶ ἄριστον πάντων ναμάτων, Tim. 75e; ἐξ ἀλλοτρίων ποθὲν ναμάτων διὰ τῆς ἀκοῆς πεπληρῶσθαι, Phaedr. 235c; Sp., Luc. Herm. 60; Plut. öfter.
Russian (Dvoretsky)
νᾶμα: ατος (νᾱ) τό
1 источник, ключ (Κασταλίας Soph.; Δίρκης Eur.): ν. ποτάμιον Eur. ручей, река;
2 перен. струя, поток (λόγων Plat.; δακρύων Soph.; πυρός Eur.);
3 влага, вода (κρηνῶν καὶ ποταμῶν νάματα Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
νᾶμα: τό, (νάω) πᾶν τὸ ῥέον, ὕδωρ, ποταμός, ῥύαξ, πηγή, Αἰσχύλ. Πρ. 805, Σοφ. Ἀντ. 1130· ν. δακρύων ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 919· νάματ’ ὄσσων Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 625· ν. πυρὸς ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1187· ν. Βάκχιον Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 14· συχν. παρὰ Πλάτ. καὶ μεταφορ., λόγων ν. Τίμ. 75Ε. - Ἐκκλ., ὁ οἶνος ᾧ χρῶνται οἱ ἱερουργοῦντες ἐν τῇ θεία μεταλήψει, Ψευδο-Χρυσ. XII, 778C, K. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασιλ. Τάξ. 134, 25.
Greek Monolingual
και ανάμα, το (ΑΜ νᾱμα, Μ και νᾱμαν)
νερό που αναβλύζει από πηγή (α. «να γεμίζουν εν αγγείον νερόν... από το πλούσιον νάμα του Προφήτου Ηλιού», Παπαδιαμ.
β. «Κασταλίας τε νᾱμα», Σοφ.)
2. (κατ' επέκτ.) πηγή, βρύση
3. (γενικά) οτιδήποτε ρέει ή χύνεται, ρεύμα, υγρό (α. «νᾱμα παμφάγου πυρός», Ευρ.
β. «θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας», Μηναί
γ. «τα νάματα της παιδείας»)
(νεοελλ.-μσν.) το κόκκινο και γλυκό κρασί που προορίζεται για τη θεία μετάληψη
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) α) «ξύλινος ὀχετός»
β) «νάματα
προβολαί».
[ΕΤΥΜΟΛ. < νάω «ρέω». Ο τ. νᾶμα (που εμφανίζει ᾱ μακρό) ανάγεται πιθ. σε ναFεμα, ενώ κατ' άλλη άποψη ο τ. < νάμα ή νάημα, κατ' αναλογίαν προς τα νάτωρ και νᾶρος].
Greek Monotonic
νᾶμα: -ατος, τό (νάω), οτιδήποτε ρέει, τρεχούμενο νερό, ποταμός, ρεύμα νερού, ρυάκι, σε Τραγ., Πλάτ.
Middle Liddell
νᾶμα, ατος, τό, [νάω]
anything flowing, running water, a river, stream, Trag., Plat.
English (Woodhouse)
spring, flood of tears, flow of tears, shower of tears, stream of tears
Mantoulidis Etymological
(=καθετί πού τρέχει, πηγή, ρυάκι). Ἀπό τό νάω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.