ἐξορία: Difference between revisions
From LSJ
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksoria | |Transliteration C=eksoria | ||
|Beta Code=e)cori/a | |Beta Code=e)cori/a | ||
|Definition=ἡ, v. [[ἐξόριος]]. | |Definition=ἡ, (''[[sc.]]'' [[ζωή]]), ἡ, [[exile]], Marcellin.''Vit. Thuc.'' 47, Eust.1161.35; v. [[ἐξόριος]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:10, 24 February 2024
English (LSJ)
ἡ, (sc. ζωή), ἡ, exile, Marcellin.Vit. Thuc. 47, Eust.1161.35; v. ἐξόριος.
German (Pape)
[Seite 887] ἡ, das Exil, Sp. S. ἐξόριος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξορία: ἡ, ἴδε ἐν λ. ἐξόριος.
Greek Monolingual
η (AM ἐξορία) εξόριος
1. αποπομπή κάποιου και αναγκαστική διαβίωση έξω από τα σύνορα της πατρίδας του, απέλαση
2. απομακρυσμένος και αφιλόξενος τόπος
νεοελλ.
1. εκτόπιση, εξαναγκασμός από τις αρχές να εγκαταλείψει κάποιος τον τόπο κατοικίας του και να ζει με επιτήρηση σε άλλη περιοχή μέσα στα σύνορα της πατρίδας του
2. φρ. «ζει στην εξορία του Αδάμ» — ζει σε απομακρυσμένο και αφιλόξενο μέρος.