Μηλίς: Difference between revisions

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[Μηλίς]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> <i>μηλιακός</i> και [[Μηλιεύς]].<br /><b>(II)</b><br />[[Μηλίς]], -[[ίδος]] (Α)<br />[[νύμφη]] [[προστάτιδα]] τών ποιμνίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (II) «[[ποίμνιο]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i> ([[πρβλ]]. [[Δαυλίς]])].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[Μηλίς]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> <i>μηλιακός</i> και [[Μηλιεύς]].<br /><b>(II)</b><br />[[Μηλίς]], -ίδος (Α)<br />[[νύμφη]] [[προστάτιδα]] τών ποιμνίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (II) «[[ποίμνιο]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i> ([[πρβλ]]. [[Δαυλίς]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Μηλίς:''' -[[ίδος]], ἡ, Ιων. αντί <i>Μᾱλίς</i>, με ή [[χωρίς]] το <i>γῆ</i>, η Μηλίδα, στην Τραχίνα, σε Ηρόδ.· πρβλ. [[Μηλιεύς]].
|lsmtext='''Μηλίς:''' -ίδος, ἡ, Ιων. αντί <i>Μᾱλίς</i>, με ή [[χωρίς]] το <i>γῆ</i>, η Μηλίδα, στην Τραχίνα, σε Ηρόδ.· πρβλ. [[Μηλιεύς]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 14:08, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μηλίς Medium diacritics: Μηλίς Low diacritics: Μηλίς Capitals: ΜΗΛΙΣ
Transliteration A: Mēlís Transliteration B: Mēlis Transliteration C: Milis Beta Code: *mhli/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ,
A v. Μηλιεύς.

French (Bailly abrégé)

1ίδος
adj. f.
Μηλὶς γῆ, ou simpl.Μηλίς le territoire de Mèlis, la Mélide, contrée de Thessalie ; Mηλὶς λίμνη SOPH c. Μηλιεὺς κόλπος.
Étymologie:.
2ίδος
adj. f.
de Mèlos.
Étymologie: Μῆλος.

Greek Monolingual

(I)
Μηλίς, ἡ (Α)
βλ. μηλιακός και Μηλιεύς.
(II)
Μηλίς, -ίδος (Α)
νύμφη προστάτιδα τών ποιμνίων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μῆλον (II) «ποίμνιο» + κατάλ. -ίς (πρβλ. Δαυλίς)].

Greek Monotonic

Μηλίς: -ίδος, ἡ, Ιων. αντί Μᾱλίς, με ή χωρίς το γῆ, η Μηλίδα, στην Τραχίνα, σε Ηρόδ.· πρβλ. Μηλιεύς.

Russian (Dvoretsky)

Μηλίς: ίδος adj. f малийская: Μ. λίμνη Soph. = Μηλιεὺς κόλπος.

Russian (Dvoretsky)

Μηλίς: ίδος ἡ Мелида
1 тж. Μ. γῆ Her., область в южн. Фессалии Her. etc.;
2 Plut. = Μῆλος.

Middle Liddell

Μηλίς, ίδος, ἡ, [ionic for Μᾱλίς, with or without γῆ]
Malis in Trachis, Hdt.; cf. Μηλιεύς.