στολίς: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[στολή]], [[ενδυμασία]] («στολίδα κροκόεσσαν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ιστίο]], [[πανί]] («[[νηῶν]] στολίδες λεπταλέαι», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ρυτίδα]], [[ζαρωματιά]] του δέρματος («κεκλασμέναις στολίσι καὶ ῥυτίσι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[πτυχή]] διαφόρων οργάνων του σώματος («ή [[μήτρα]] [[κατά]] τὸν πυθμένα στολίδας ἔχει δύο», Σωρ.)<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ στολίδες</i><br />πτυχές ενδύματος, πιέτες («πέπλων στολίδες ὑπὸ σφυροῖσιν τείνουσιν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «νεθρών στολίδες» — δέρματα που φοριούνται ως φορέματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στολή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] ([[πρβλ]]. [[καλαμίς]])].
|mltxt=-ίδος, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[στολή]], [[ενδυμασία]] («στολίδα κροκόεσσαν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ιστίο]], [[πανί]] («[[νηῶν]] στολίδες λεπταλέαι», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ρυτίδα]], [[ζαρωματιά]] του δέρματος («κεκλασμέναις στολίσι καὶ ῥυτίσι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[πτυχή]] διαφόρων οργάνων του σώματος («ή [[μήτρα]] [[κατά]] τὸν πυθμένα στολίδας ἔχει δύο», Σωρ.)<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ στολίδες</i><br />πτυχές ενδύματος, πιέτες («πέπλων στολίδες ὑπὸ σφυροῖσιν τείνουσιν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «νεθρών στολίδες» — δέρματα που φοριούνται ως φορέματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στολή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -ίδος ([[πρβλ]]. [[καλαμίς]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στολίς:''' -[[ίδος]], ἡ, = [[στολή]] II,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ένδυμα]], [[φόρεμα]], [[εσθήτα]], σε Ευρ. κ.λπ.· <i>νεβρῶν στολίδες</i>, δηλ. δέρματα από νεαρά ελαφάκια που τα φορούσαν ως ενδύματα, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[νηῶν]] στολίδες, πανιά των πλοίων, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ., πτυχές ενδύματος, σε Ευρ.
|lsmtext='''στολίς:''' -ίδος, ἡ, = [[στολή]] II,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ένδυμα]], [[φόρεμα]], [[εσθήτα]], σε Ευρ. κ.λπ.· <i>νεβρῶν στολίδες</i>, δηλ. δέρματα από νεαρά ελαφάκια που τα φορούσαν ως ενδύματα, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[νηῶν]] στολίδες, πανιά των πλοίων, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ., πτυχές ενδύματος, σε Ευρ.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 14:15, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στολίς Medium diacritics: στολίς Low diacritics: στολίς Capitals: ΣΤΟΛΙΣ
Transliteration A: stolís Transliteration B: stolis Transliteration C: stolis Beta Code: stoli/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, =
A στολή ΙΙ, garment, robe, E.Ph.1491 (lyr.), AP7.27 (Antip. Sid.), Sammelb.6178 (Egypt, metr.), etc.; νεβρῶν στολίδες, i.e. fawnskins worn as garments, E. Hel.1359 (lyr.).
2 sails, AP10.6 (Satyr.).
II pl., folds in a woman's robe, πέπλων E.Ba.936; τῶν ἀνδριάντων Arist.Aud.802a38; cf. στολιδωτός: of wrinkles or folds in the womb or other parts, Sor.1.14, Heliod. ap. Orib.44.8.14; of rugose ulcers, Gal.12.231, al.; also wrinkles on the forehead, Poll.2.46, cf. Plu.2.64a.

German (Pape)

[Seite 946] ἡ, = στολή, 1) Kleid, Antip. Sid. 34 (Plan. 176) u. öfter; – νηῶν στολίδες λεπταλέαι, Segel, Satyr. 6 (X, 6); – στολὶς ἄκρα, = ἀκροστόλιον, Eratosth. catast. 35. – 2) eine Falte im Kleide, welche auf der Ferse ruht, αἱ ἐξεπίτηδες ὑπὸ δεσμοῦ γιγνόμεναι κατὰ τέλη τοῖς χιτῶσιν ἐπιπτυχαί, Poll. 7, 54; Eur. Bacch. 924. – Auch Runzel, κεκλασμέναις στολίσι καὶ ῥυτίσι, Plut. discr. ad. et amic. 32; Medic.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 vêtement, robe;
2 pli d'un vêtement ; en gén. pli, ride.
Étymologie: στέλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στολίς -ίδος, ἡ [στέλλω] kleed, gewaad, mantel:. νεβρῶν στολίδες mantels van huiden van jonge herten Eur. Hel. 1359. vouw, plooi. Eur. Ba. 936.

Russian (Dvoretsky)

στολίς: ίδος (ῐδ) ἡ στέλλω
1 одеяние, одежда, платье (κροκόεσσα Eur.);
2 шкура (νεβρῶν στολίδες Eur.);
3 полотнище: νηῶν στολίδες Anth. корабельные паруса;
4 складка, сборка, морщина (πέπλων στολίδες Eur.).

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
1. στολή, ενδυμασία («στολίδα κροκόεσσαν», Ευρ.)
2. ιστίο, πανίνηῶν στολίδες λεπταλέαι», Ανθ. Παλ.)
3. ρυτίδα, ζαρωματιά του δέρματος («κεκλασμέναις στολίσι καὶ ῥυτίσι», Πλούτ.)
4. πτυχή διαφόρων οργάνων του σώματος («ή μήτρα κατά τὸν πυθμένα στολίδας ἔχει δύο», Σωρ.)
5. στον πληθ. αἱ στολίδες
πτυχές ενδύματος, πιέτες («πέπλων στολίδες ὑπὸ σφυροῖσιν τείνουσιν», Ευρ.)
6. φρ. «νεθρών στολίδες» — δέρματα που φοριούνται ως φορέματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στολή + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. καλαμίς)].

Greek Monotonic

στολίς: -ίδος, ἡ, = στολή II,
I. 1. ένδυμα, φόρεμα, εσθήτα, σε Ευρ. κ.λπ.· νεβρῶν στολίδες, δηλ. δέρματα από νεαρά ελαφάκια που τα φορούσαν ως ενδύματα, στον ίδ.
2. νηῶν στολίδες, πανιά των πλοίων, σε Ανθ.
II. στον πληθ., πτυχές ενδύματος, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

στολίς: -ίδος, ἡ, = στολὴ ΙΙ, ἔνδυμα, ἐσθής, Ἐυρ. Φοίν. 1491, Ἀνθ. Π. 7. 27, κτλ.· νεβρῶν στολίδες, δηλ. νεβρίδες φορούμεναι ὡς ἐνδύματα, Εὐρ. Ἑλ. 1539. 2) νηῶν στολίδες, ἱστία, Ἀνθ. Π. 10. 6· - ἀλλά, στολὶς ἄκρα = ἀκροστόλιον (ὃ ἴδε), Ἐρατοσθ. Καταστ. 35. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., πτυχαί, «τσακίσματα» ἐνδύματος, πέπλων Εὐρ. Βάκχ. 936· τῶν ἀνδριάντων Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 35· πρβλ. στολιδωτός· οὕτως, ἐπὶ τῶν ῥυτίδων ἢ πτυχῶν τῆς μήτρας καὶ ἄλλων μερῶν, Ἰατρ.· ὡσαύτως αἱ πτυχαὶ ἢ ῥυτίδες συνωφρυωμένου μετώπου, Πλούτ. 2. 64Α, πρβλ. Πολυδ. Β, 46.

Middle Liddell

στολίς, ίδος, ἡ, = στολή II]
I. a garment, robe, Eur., etc.; νεβρῶν στολίδες, i. e. fawnskins worn as garments, Eur.
2. νηῶν στολίδες sails, Anth.
II. in plural folds in a garment, Eur.