σπυρίδιον: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σφυρίδιον]] και [[σφυρίδον]] και [[σφυρίδιν]] και [[σφυρίτιν]], τὸ, Α [[σπυρίς]], -[[ίδος]] / [[σφυρίς]]<br />μικρή [[σπυράς]], μικρό [[κομμάτι]] κοπριάς αιγοπροβάτων.
|mltxt=και [[σφυρίδιον]] και [[σφυρίδον]] και [[σφυρίδιν]] και [[σφυρίτιν]], τὸ, Α [[σπυρίς]], -ίδος / [[σφυρίς]]<br />μικρή [[σπυράς]], μικρό [[κομμάτι]] κοπριάς αιγοπροβάτων.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 14:17, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπῠρίδιον Medium diacritics: σπυρίδιον Low diacritics: σπυρίδιον Capitals: ΣΠΥΡΙΔΙΟΝ
Transliteration A: spyrídion Transliteration B: spyridion Transliteration C: spyridion Beta Code: spuri/dion

English (LSJ)

[ῐδ], τό, Dim. of σπυρίς (small basket)

German (Pape)

[Seite 926] το, dim. von σπυρίς; δός μοι σπυρίδιον διακεκαυμένον λύχνῳ, Ar. Ach. 428, wo der Schol. bemerkt ὅτι οἱ πρεσβῦται διὰ τὸ μόλις βαδίζειν ἐν σπυρίδι κρύπτουσι τὸν λύχνον ὥςτε σώζειν τὸ πῦρ, u. ib. 445 εἰς τὸ σπυρίδιον ἰσχνά μοι φυλλεῖα δός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπυρίδιον -ου, τό, demin. van σπυρίς, mandje, korfje.

Russian (Dvoretsky)

σπῠρίδιον: (ῐδ) τό плетеночка, корзинка Arph.

Greek Monolingual

και σφυρίδιον και σφυρίδον και σφυρίδιν και σφυρίτιν, τὸ, Α σπυρίς, -ίδος / σφυρίς
μικρή σπυράς, μικρό κομμάτι κοπριάς αιγοπροβάτων.

Greek Monotonic

σπῠρίδιον: [ῐ], τό, υποκορ. του σπυρίς, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

σπῠρίδιον: [ῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ σπυρίς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 453, 469, Φερεκρ. ἐν «Ἐπιλήσμονι» 3˙ - ὡσαύτως παρὰ Βυζ., σπυριδάλιον, τό.

Middle Liddell

Dim. of σπυρίς, Ar.