σῖρις: Difference between revisions
From LSJ
κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και σῖρις, -ίριδος, ἡ, Α<br />η [[ξυρίς]], [[είδος]] υποδήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[ξυρίς]], - | |mltxt=και σῖρις, -ίριδος, ἡ, Α<br />η [[ξυρίς]], [[είδος]] υποδήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[ξυρίς]], -ίδος].<br />ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[σίρις]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:20, 1 March 2024
English (LSJ)
or σίρις, ιδος, ἡ, = ξυρίς, EM209.35.
II σίρις· ἀπαίδευτος, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
σῖρις: ἢ σίρις, -ιδος, ἡ, ὄνομα φυτοῦ, ὡσαύτως ξῦρις ἢ ξύρις, Ἐτυμολ. Μέγ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σίρις· ἀπαίδευτος».
Greek Monolingual
και σῖρις, -ίριδος, ἡ, Α
η ξυρίς, είδος υποδήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ξυρίς, -ίδος].
ἡ, Α
βλ. σίρις.