βρέφος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> the [[babe]] in the [[womb]], Lat. [[foetus]]: of an [[unborn]] [[foal]], Il.<br /><b class="num">II.</b> the new-[[born]] [[babe]], Aesch., Eur.:—of beasts, a [[foal]], [[whelp]], cub, Hdt.:— ἐκ βρέφεος from [[babyhood]], Anth.
|mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> the [[babe]] in the [[womb]], Lat. [[foetus]]: of an [[unborn]] [[foal]], Il.<br /><b class="num">II.</b> the new-[[born]] [[babe]], Aesch., Eur.:—of beasts, a [[foal]], [[whelp]], cub, Hdt.:— ἐκ βρέφεος from [[babyhood]], Anth.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Latest revision as of 11:13, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρέφος Medium diacritics: βρέφος Low diacritics: βρέφος Capitals: ΒΡΕΦΟΣ
Transliteration A: bréphos Transliteration B: brephos Transliteration C: vrefos Beta Code: bre/fos

English (LSJ)

εος, τό,
A babe in the womb, foetus, βρέφος ἡμίονον κυέουσαν, of a mare, Il.23.266, cf. Chrysipp.Stoic.2.222.
II new-born babe, Simon.37.15, Pi.O.6.33, A.Ag.1096 (lyr.); νέον βρέφος E.Ba.289 [not in S.]: in later Prose, LXX Si.19.11, BGU1104.24 (i B. C.), etc.; of beasts, foal, whelp, cub, etc., Hdt.3.153, Phylarch.36, Ael.NA3.8, Opp.H.5.464, etc.; nestling, Horap.2.99; ἐκ βρέφεος = from babyhood, AP9.567 (Antip.); ἀπὸ βρέφους 2 Ep.Ti.3.15. (Cf. Slav. žrèbę 'foal'.)

Spanish (DGE)

-εος, τό
1 cría en el seno materno, feto β. ἡμίονον κυέουσαν Il.23.266, τὸ γοῦν β. δοκεῖ τελειοῦσθαι ἐν ἑπτὰ ἑβδομάσιν Emp.B 153a, τὸ β. ἐν τῇ γαστρὶ φύσει τρέφεσθαι νομίζει καθάπερ φυτόν Chrysipp.Stoic.2.222, βρέφη ἐκτιτρώσκει ref. a un abortivo, Dsc.5.72.
2 recién nacido Simon.38.21, Pi.O.6.33, P.9.62, de los hijos de Tiestes, A.A.1096, de Dioniso βρέφος ... θεόν E.Ba.289, ἐς τροφὴν βρέφεος Hp.Alim.37, τὰ νεογνὰ βρέφη X.Oec.7.24, LXX 3Ma.5.49, ὠδινήσει ... βρέφους ἡ τικτοῦσα LXX Si.19.11, αἱ τὰ βρέφη ψωμίζουσαι τροφοί Plu.2.672f, cf. 754d, ἐπειδὰν ... ἐκπέσῃ τῆς γαστρὸς νωθρὸν ἔτι καὶ ἀδρανὲς τὸ βρέφος D.Chr.12.31, cf. Gal.12.1005, σὺν ὑποτιτ<θ>ίῳ ... βρέφει POxy.1209.16 (III d.C.), cf. Aristaenet.1.19.37, σπούριον βρέφος ἔτεκεν PMasp.97ue.D.46 (VI d.C.), de Jesús en la cuna τὸ δεσποτικὸν β. Pers.M.10.105C
de anim. cachorro, cría de caballo, Hdt.3.153, Phylarch.36, Ael.NA 3.8, βρέφος ἐλέφαντος Ael.NA 11.25
de un halcón polluelo Horap.2.99.
3 crío, niño pequeño del que todavía no habla αἰσθάνεται τὸ βρέφος Theoc.15.14, del hijo de Triopas τὸ δείλαιον γένετο β. Call.Cer.100, cf. Fr.487, βρέφος διετές FD 6.39.11, 57.10, ὅτι ἀπὸ βρέφους ἱερὰ γράμματα οἶδας 2Ep.Ti.3.15, ἐκ βρέφεος desde niño, AP 9.567 (Antip.Sid.), Gr.Naz.M.36.380D, cf. Vett.Val.60.25
de un niño algo mayor ἑξαέτους βρέφεος IG 12(5).677.2 (Siros II/III d.C.).
• Etimología: De *gerbh-/ *grebh- y rel. aesl. žrěbepotro’.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 enfant ou petit d'animal encore dans le sein de sa mère;
2 enfant ou petit d'animal nouveau-né.
Étymologie: DELG t. très ancien, à rapprocher du v.sl. zrebe, « poulain ».

German (Pape)

τό, das Kind, das Junge; Hom. einmal, von der noch ungeborenen Leibesfrucht eines Tieres, Il. 23.266 ἵππον ἑξέτε' ἀδμήτην, βρέφος ἡμίονον κυέουσαν; so Plut. Stoic. repugn. 41 τὸ βρέφος ἐν τῇ γαστρὶ φύσει τρέφεσθαι νομίζει καθάπερ φυτόν· ὅταν δὲ τεχθῇ, ψυχούμενον κτἑ. Aber gewöhnl. nach Hom. das schon geborene Kind: Pind. Ol. 6.33, P. 9.64; Aesch. Ag. 1096; Eur. Bacch. 289 und sonst; bes. das Kind, so lange es an der Mutterbrust ist; von Tieren, Her. 3.153; Ael. N.A. 3.8; Ath. XIII.607a und Sp.; ἐκ βρέφεος, von Kindesbeinen an, Antip.Thess. 32 (IX.567); ebenso ἀπὸ βρέφεος, NT.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βρέφος -ους, ook zonder contr. -εος, τό
1. foetus:. ἵππον... βρέφος ἡμίονον κυέουσαν een merrie zwanger van een ezeljong Il. 23.266.
2. baby:; ἐς τροφὴν βρέφεος tot voeding van de baby Hp. Alim. 37; van dieren jong. Hdt. 3.153.1.

Russian (Dvoretsky)

βρέφος: εος τό
1 утробный плод, зародыш Hom., Plut.;
2 новорожденное дитя, младенец Pind., Aesch., Eur.: ἐκ βρέφεος Anth. и ἀπὸ βρέφους NT с младенчества;
3 детеныш (ἡμιόνου Her.);
4 ребенок, мальчик Theocr.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: newborm child, young of an animal (Il.).
Compounds: βρεφο-κτόνος child-killing (Lyc.)
Derivatives: βρεφώδης childish (Ph.), βρεφόθεν from childhood (Eust.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [485] *gʷerbʰ-/gʷrebʰ- child, young
Etymology: Cf. OCS žrěbę, žrěbьcь foal, with βρέφος < *gʷrebh-, žrěbę < *gʷerbh- (w. regular slav. metathesis). Uncertain Nur. brommach foal (< *gurombhākos); on Skt. gárbha- womb s. δελφύς.

Middle Liddell

I. the babe in the womb, Lat. foetus: of an unborn foal, Il.
II. the new-born babe, Aesch., Eur.:—of beasts, a foal, whelp, cub, Hdt.:— ἐκ βρέφεος from babyhood, Anth.

English (Autenrieth)

unborn young (of a mule foal), Il. 23.266†.

English (Slater)

βρέφος
1 child ἀμφιπόλους ἐκέλευσεν ἥρωι πορσαίνειν δόμεν Εἰλατίδᾳ βρέφος Iamos (O. 6.33) “ταὶ δ' ἐπιγουνίδιον θαησάμεναι βρέφος αὐταῖς” Aristaios (P. 9.62) ]ἐπὶ βρέφος οὐρανίου Διός[ Herakles (Pae. 20.9)

English (Abbott-Smith)

βρέφος, -ους, τό, [in LXX: Si 19:11, I Mac 1:61, II Mac 6:10, III Mac 5:49, IV Mac 4:25*;]
1.an unborn child: Lk 1:41, 44.
2.a newborn child, a babe: Lk 2:12, 16 18:15, Ac 7:19, I Pe 2:2; ἀπὸ βρέφους, from infancy, II Ti 3:15.†

English (Strong)

of uncertain affinity; an infant (properly, unborn) literally or figuratively: babe, (young) child, infant.

English (Thayer)

βρέφους, τό;
a. an unborn child, embryo, fetus: Homer, Iliad 23,266; Plutarch, rep. Stoic. 41 τό βρέφος ἐν τῇ γαστρί).
b. a new-born child, an infant, a babe (so from Pindar down): ἀπό βρέφους from infancy, ἐκ βρέφους, Anth. Pal. 9,567).

Greek Monolingual

το (AM βρέφος)
νεογέννητο παιδί, από τη γέννηση του μέχρι τον 25ομήνα
μσν.- νεοελλ.
φρ. «τὸ Θεῖον Βρέφος» — ο Χριστός στην εικόνα της Γέννησης ή όποτε εικονίζεται σε βρεφική ηλικία
νεοελλ.
άνθρωπος άπειρος, αθώος σαν βρέφος
αρχ.
1. το έμβρυο
2. νεογέννητο ζώο
3. νεοσσός
4. φρ. «ἐκ βρέφεος» — από τη βρεφική ηλικία, από μωρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βρέφος, που ανάγεται σε ινδοευρ. gwr-ebh- «έμβρυο, παιδί», δυνατόν να συσχετιστεί με το σλαβ. žrěbu «πουλάρι» (< gwer-bh-, με μετάθεση), τ. που διαφέρει από το βρέφος ως προς τη ριζική συλλαβή. Η λ. βρέφος συνδέεται σημασιολογικά με τις λέξεις νήπιο, μωρό. Το νήπιο, ουδ. του επιθ. νήπιος «άνους» και το μωρό, ουδ. του επιθ. μωρός «ανόητος» κατέληξαν να σημαίνουν ό,τι και το βρέφος, μια και η άνοια είναι γενικότερο γνώρισμα της βρεφικής ηλικίας. Αρχικά χρησιμοποιήθηκαν ως επιθετικοί προσδιορισμοί στις λ. τέκνον, παιδίον κ.τ.ό. και κατόπιν ως αυτοτελή ουσιαστικά προσλαμβάνοντας τη σημασία «βρέφος».
ΠΑΡ. (αρχ. -μσν.) βρεφικός, βρεφύλλιον, βρεφώδης.
ΣΥΝΘ. (αρχ. -μσν.) βρεφοκτόνος, βρεφουργώ
μσν.
βρεφοκόμος, βρεφοκρατούσα, βρεφοτρόφος
νεοελλ.
βρεφοδόχος, βρεφοζυγός, βρεφολόγος, βρεφοστάθμη].

Greek Monotonic

βρέφος: -εος, τό,
I. μωρό (έμβρυο), που είναι ακόμα στη μήτρα, Λατ. foetus· λέγεται για το αγέννητο πουλάρι, σε Ομήρ. Ιλ.
II. νεογέννητο μωρό, σε Αισχύλ., Ευρ.· λέγεται και για τα ζώα, το γέννημα, το νεογνό σαρκοβόρου ζώου, σε Ηρόδ.· ἐκ βρέφεος, από τα «γεννοφάσκια», από τη βρεφική ηλικία, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

βρέφος: -εος, τό, τὸ οὔπω γεννηθέν, τὸ ἔτι ἐν τῇ κοιλίᾳ· δηλ. τὸ ἔμβρυον. Λατ. foetus, βρέφος ἡμίονον κυέουσαν Ἰλ. Ψ. 266. ΙΙ. τὸ νεωστὶ γεννηθὲν τέκνον, Σιμων. 44. 15 Bgk., Πίνδ. Ο. 6. 55, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1096· νέον βρέφος Εὐρ. Βάκχ. 289· ἀλλ’ οὐδαμοῦ παρὰ Σοφ.· ‒ ἐπὶ ζώων, νεογνόν, πῶλος, σκύμνος, Ἡρόδ. 3. 153, Ὀππ. Ἁλ. 5. 464, κτλ.· ‒ ἐκ βρέφεος, ἐκ βρεφικῆς ἡλικίας, Ἀνθ. Π. 9. 567, κτλ. (Πρβλ. Σανσκρ. garbhas (foetus, pullus)· ἐκ τῆς ῥίζης grabh (concipere)· Ζενδ. garewa (foetus)· Σλαυον. žrěbe (pullus)· ‒ περὶ τῆς ἐναλλαγῆς τοῦ β καὶ γ ἴδε Β β. Ι.)

Frisk Etymology German

βρέφος: {bréphos}
Grammar: n.
Meaning: Neugeborenes, Kind, Tierjunges (auch Ψ 266. vorw. poet., auch Hdt. und späte Prosa).
Derivative: Seltene und späte Ableitungen: βρεφύλλιον Demin. (Luk., Eust.), βρεφώδης kindisch (Ph. u. a.), βρεφικός ib. (Ph., Eust.), βρεφόθεν von Kindheit an (Eust.). Als Vorderglied in βρεφοκτόνος kindertötend (Lyk.), -κομέω, -τροφέω (Eust., Tz.).
Etymology: Zu vergleichen ist aksl. žrěbę, žrěbьcь Füllen, von dem sich βρέφος nur durch die Stammbildung und die Stellung der inneren Liquida unterscheidet: βρέφος < idg. *grebh-, žrěbę < *gerbh- (durch slav. Metathese). Sonst isoliert. Unsicher ist wegen des Nasals nur. brommach Füllen (< *grombhākos); über aind. gárbha- Mutterleib, Leibesfrucht s. δελφύς.
Page 1,266

Chinese

原文音譯:bršfoj 不雷賀士
詞類次數:名詞(8)
原文字根:嬰孩
字義溯源:嬰孩^,胎兒,胎,小;這字是指未生出來的胎兒,和已生出來的嬰孩,與幼年兒童。
同義字:1) (βρέφος)嬰孩 2) (μικρός)小 3) (νηπιάζω)言行如嬰孩 4) (νήπιος)不能說話的 5) (παιδάριον)小孩童 6) (παιδίον)小孩子 7) (παῖς)孩童 8) (τέκνον)孩子
出現次數:總共(8);路(5);徒(1);提後(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 嬰孩(4) 路2:16; 路18:15; 徒7:19; 彼前2:2;
2) 小(1) 提後3:15;
3) 一個嬰孩(1) 路2:12;
4) 胎(1) 路1:44;
5) 胎兒(1) 路1:41

English (Woodhouse)

babe, child in arms

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

fetus

Albanian: fetus, embrion; Arabic: جَنِين‎; Armenian: պտուղ; Asturian: fetu; Azerbaijani: döl, rüşeym, maya; Basque: umeki, fetu; Belarusian: плод, зародак, эмбрыён; Bengali: ভ্রূণ, ফিটাস; Bulgarian: зародиш, ембрион, фетус, плод; Burmese: သန္ဓေသား; Catalan: fetus; Chinese Mandarin: 胎兒, 胎儿, 胎; Czech: plod; Danish: foster; Dutch: foetus; Esperanto: feto; Estonian: loode, feetus; Faroese: fostur; Finnish: sikiö; French: fœtus, fétus; Galician: feto; Georgian: ნაყოფი; German: Fötus; Greek: έμβρυο; Ancient Greek: ἔμβρυον, κύημα; Greenlandic: naartu, ilumiu, naartoq; Hebrew: עוּבָּר‎, שְׁלִיל‎; Hindi: भ्रूण; Hungarian: magzat; Icelandic: fóstur; Ido: feto; Indonesian: janin; Irish: féatas; Italian: feto; Japanese: 胎児; Kazakh: ұрық; Khmer: គភ៌; Korean: 태아(胎兒); Kurdish Northern Kurdish: korpele, korpele; Kyrgyz: урук, түйүлдүк; Lao: ຈາວ, ພັນ; Latin: fetus; Latvian: auglis; Lithuanian: vaisius; Macedonian: фетус, плод; Malay: fetus, janin, janin; Northern Sami: ohki; Norwegian Bokmål: foster; Nynorsk: foster; Occitan: fètus; Old Norse: fóstr; Pashto: جنين‎; Persian: جنین‎; Polish: płód; Portuguese: feto; Punjabi: ਭਰੂਣ; Quechua: sullu; Romanian: făt; Russian: плод, зародыш, эмбрион; Sanskrit: गर्भ, भ्रूण; Serbo-Croatian Cyrillic: фетус, пло̑д; Roman: fétus, plȏd; Slovak: plod; Slovene: fetus, plod; Spanish: feto; Swedish: foster; Tajik: ҳомила, ҷанин, нутфа; Thai: ทารกในครรภ์; Turkish: fetus, cenin; Turkmen: şine; Ukrainian: плід, зародок, ембріон; Urdu: جنین‎; Uyghur: ھامىلە‎; Uzbek: homila, urugʻ, embrion; Vietnamese: thai, bào thai; Welsh: ffetws, rhith; Yiddish: וולד‎

infant

Albanian: foshnjë; Arabic: رَضِيع‎; Armenian: երեխա, մանուկ; Azerbaijani: körpə; Belarusian: немаўля, немаўлё, маладзенец, нованароджаны; Bengali: বাচ্চা; Bikol Central: umboy; Bulgarian: бебе, пеленаче, дзіцяня, дзіцянё, дзіця, кърмаче, новородено; Burmese: ကလေး, နို့စို့ကလေး; Catalan: infant, nen, nena, nadó; Cherokee: ᎤᏍᏗᎢ; Chinese Mandarin: 嬰兒, 婴儿; Czech: kojenec, nemluvně; Danish: spædbarn; Dutch: zuigeling; Esperanto: bebo, infaneto; Estonian: rinnalaps, imik; Faroese: barn, pinkubarn, smábarn; Finnish: pikkulapsi, imeväinen; French: nourrisson, enfant en bas âge, poupon; Galician: bebé, neno de peito, nena de peito; Georgian: ჩვილი; German: Säugling, Wickelkind, Kind, Kleinkind, kleines Kind, Kriechling, Baby; Greek: βρέφος, νήπιο; Ancient Greek: βρέφος, νήπιον, νήπιος; Hebrew: עוֹלָל‎, תִּינוֹק‎; Hindi: शिशु; Hungarian: csecsemő, kisbaba; Interlingua: infante; Italian: bambino, bambina, infante; Japanese: 赤ちゃん, 赤ん坊, 幼児, 乳児, 乳飲み子; Khmer: កូនង៉ែត, កូនង៉ា, ង៉ា, ង៉ែត, ទារក, ទារិកា, កូនខ្ចី; Korean: 유아(乳兒), 젖먹이, 아기; Kyrgyz: наристе, бала; Latin: infans; Latvian: zīdainis; Lithuanian: žinduklis; Livonian: imbiläpš; Macedonian: бебе, детенце, мало, доенче; Maori: kōhungahunga, piripoho; Middle English: infaunt; Mongolian Cyrillic: нялх хүүхэд, маамуу; Nahuatl: cozcapantica; Norwegian: spedbarn; Occitan: nene, nenon, nenet, toston; Persian: طفل‎, کودک‎, نوزاد‎; Polish: niemowlę, niemowlak; Portuguese: infante; Romanian: bebeluș, copilaș, sugar; Russian: младенец, ребёнок, дитя, новорождённый; Scottish Gaelic: maothran; Serbo-Croatian Cyrillic: беба, малѝша̄н, детенце, дјетенце, новоро̀ђе̄нче, о̀до̄јче, до̀је̄нче; Roman: béba, malìšān, deténce, djeténce, novoròđēnče, òdōjče, dòjēnče; Slovak: dojča, nemluvňa; Slovene: dojenček; Spanish: nene, infante; Sundanese: ᮇᮛᮧᮊ᮪; Swahili: watoto wachanga; Swedish: spädbarn; Tagalog: sanggol; Tajik: кудак; Telugu: శిశువు, పసిపాప; Thai: เด็กอ่อน, เด็กน้อย, ทารก, ทาริกา; Turkish: bebek; Ukrainian: немовля, немовлятко, малюк, дитятко, дитина, лялька, новонароджений; Uzbek: goʻdak; Vietnamese: trẻ sơ sinh; Yakut: кыһыл оҕо, ньирэй оҕо; Yiddish: ייפֿעלע‎, עופֿעלע‎; Zulu: ingane

baby

Afrikaans: baba; Ainu: アィアィ; Akan: akokoa; Albanian: foshnjë; Aleut: aniqdux; Amharic: ሕፃን, ማቲ; Arabic: رَضِيع‎; Egyptian Arabic: طفل‎, بيبي‎, نونو‎; Aramaic Classical Syriac: ܥܘܠܐ‎; Armenian: մանկիկ, երեխա, մանուկ; Aromanian: tsup, ciup, nat, beb, ficiuric, pup, pupul, poci, niphiu, njitsico; Assamese: কেঁচুৱা; Asturian: bebé, neñu; Aymara: wawa; Azerbaijani: körpə, uşaq; Bashkir: бала, бәләкәй бала, йәш бала, бәпәй, сабый; Basque: jaioberri; Belarusian: дзіця, немаўля, немаўлё, маладзенец, дзіцяня, дзіцянё; Bengali: শিশু, বাচ্চা; Breton: babig, poupig; Bulgarian: бебе, пеленаче, кърмаче; Burmese: ကလေး; Catalan: nadó, bebè; Chamicuro: chechakama; Chechen: бер; Cherokee: ᎤᏍᏗᎢ; Chickasaw: pushkush; Chinese Cantonese: BB, 蘇蝦仔, 苏虾仔, 𤘅孲仔, 蝦仔, 虾仔, BB仔; Dungan: вава, ва, щёхэр; Jin: 小娃娃; Mandarin: 嬰兒, 婴儿, 娃娃, 小娃娃, 宝宝, 嬰幼兒, 婴幼儿, 嬰孩, 婴孩, 嬰, 婴; Min Bei: 𤘅仔; Min Dong: 兒囝囝, 儿囝囝; Min Nan: 嬰仔, 婴仔; Teochew: 細孥囝; Wu: 小毛頭, 小毛头, 小小囡; Chiricahua: 'áłchiné; 'éłchiné; Chukchi: нененеӈ; Comanche: onaa; Cornish: babi; Corsican: ciucciu; Crimean Tatar: bebey; Czech: děťátko, miminko, nemluvně, kojenec; Danish: spædbarn, baby; Dutch: baby, zuigeling, geborene, pasgeborene, nieuwgeborene, boreling, wiegenkind; Elfdalian: lisllislkripp; Esperanto: bebo, infaneto; Estonian: beebi, rinnalaps, imik; Faroese: pinkubarn, nýføðingur, vøggubarn, havingarbarn; Finnish: vauva, pikkulapsi; French: bébé; Ga: gbeke abefaw; Galician: bebé, meniño, nené; Gallurese: stéddu; Georgian: ბალღი, ჩვილი; German: Baby, Säugling, Kleinkind; Greek: βρέφος, μωρό, νήπιο; Ancient Greek: βρέφος, μωρός, νήπιον; Greenlandic: naalungiarsuk; Guerrero Amuzgo: lë'; Gujarati: શિશુ; Haitian Creole: bebe; Hausa: jariri; Hawaiian: keiki, pēpē; Hebrew: תִּינוֹק‎, תינוקת \ תִּינֹקֶת‎; Hindi: शिशु, बच्चा; Hungarian: csecsemő, bébi, baba; Icelandic: ungbarn, ungabarn, kornabarn; Ido: infanteto, bebeo; Indonesian: bayi; Interlingua: baby, bebe; Inuktitut: ᓄᑕᕋᖅ, ᒥᕋᔪᖅ; Inuvialuk: nutaraaluk, miraaluk; West Inuktitun: nutaralaaq, miraq; Inupiaq: paipuraq; Irish: leanbh, leanbán, páistín, báb, babaí, bábán, gineog; Italian: bambino, bambina, bimbo, bimba, bebè, infante, fanciullo; Itelmen: mashat-kaz; Japanese: 赤ちゃん, 赤ん坊, 嬰児, 幼児, 赤子, ベビー, 乳飲み子; Javanese: bayi; Jingpho: ma, ma chyangai, ma kasha, manga kasha; Kannada: ಶಿಶು; Kazakh: бала, сәби, бөбек, бөпе, нәресте; Khmer: កូនង៉ែត, កូនង៉ា, ង៉ា, ង៉ែត, ទារក, ទារិកា, កូនខ្ចី; Kikuyu: mwana; Korean: 아기, 유아(乳兒), 젖먹이; Kurdish Northern Kurdish: sava, pitik, bebik; Kyrgyz: бала, наристе; Ladin: pop, popa; Lao: ເດັກນ້ອຍ, ແອນ້ອຍ; Latin: infans; Latvian: zīdainis, bēbis, mazulis; Lithuanian: kūdikis, žinduklis; Luhya: omwana; Lutshootseed: biʔbədaʔ; Luxembourgish: Bëbee; Macedonian: бебе, детенце, мало, доенче; Malay: bayi, anak, anak kecil; Malayalam: വാവ; Maltese: tarbija; Manx: lhiannoo, oikan; Maori: pēpi, tamahou, hinehou; Marathi: बाळ; Meru: mwana; Middle English: babe; Mongolian Cyrillic: нялх хүүхэд, нярай хүүхэд, маамуу; Navajo: awééʼ; Nepali: बच्चा, शिशु; Northern Ohlone: 'át̄ús; Northern Sami: njuoratmánná; Norwegian Bokmål: spedbarn, baby; Nynorsk: spedbarn, baby; Occitan: nenet; Ojibwe: abinoojiiyens, biibii; Old English: ċild, cradolċild; Oriya: ଶିଶୁ; Oromo: daa'ima; Ossetian: сывӕллон, саби; Ottoman Turkish: ببك‎, وشاق‎, صبی‎, نوزاد‎; Pashto: ماشوم‎, مورروى‎, شيرخوره‎, کوکی‎; Persian: بچه‎, کودک‎; Polish: niemowlę, niemowlak anim, maluch anim, dziecko, dzidziuś; Portuguese: bebé, bebê, neném; Romanian: bebe, bebeluș, bebeluș, copilaș; Romansch: pop, poppa, uffantin; Russian: младенец, малыш, малышка, ребёнок, дитя, малютка, крошка, беби; Saanich: ḴAḴ; Sanskrit: स्तनप, स्तनन्धय, शिशु; Sardinian Campidanese: criadura, pipìu, nennu; Logudorese: criadura; Sassarese: criaddura, piccinnéddu; Scottish Gaelic: leanabh, leanaban, naoidhean, pàisde; Serbo-Croatian Cyrillic: беба, малѝша̄н, детенце, дјетенце, новоро̀ђе̄нче, о̀до̄јче, до̀је̄нче; Roman: béba, malìšān, deténce, djeténce, novoròđēnče, òdōjče, dòjēnče; Sicilian: nutricu; Sidamo: qaaqqo; Sinhalese: බබා, ළදරුවා; Slovak: dojča, bábätko, bábo, nemluvňa; Slovene: dojenček, dete; Somali: nuuno; Sorbian Lower Sorbian: baby, góletko; Upper Sorbian: baby, ćěšenk; Sotho: lesea; Spanish: bebé, nene, niño, niña, bebe, guagua; Sundanese: ᮇᮛᮧᮊ᮪; Swahili: mtoto mchanga, mwana; Swedish: spädbarn, baby, bäbis, bebis; Tagalog: sanggol; Tajik: кудак; Tamil: குழந்தை; Taos: ȕp'iléna; Tatar: бәбәй, бәби; Telugu: పసిపాప, శిశువు; Thai: เด็กอ่อน, เด็กน้อย, ทารก, ทาริกา; Tibetan: པུ་གུ; Tongan: pēpē; Turkish: bebek; Turkmen: bala, bäbek; Ukrainian: дитина, лялька, немовля, немовлятко, малюк, дитятко; Urdu: بچہ‎; Uyghur: بوۋاق‎, گۆدەك‎, كىچىك‎; Uzbek: chaqaloq, goʻdak; Vietnamese: bé, em bé; Volapük: cilil, hicilil, jicilil, sügäb, hisügäb, jisügäb, putül, hiputül, jiputül, käläb, hikäläb, jikäläb, tuülacil, tuülahicil, tuülajicil; Welsh: baban; West Frisian: poppe; Western Apache: mę́'; Wiradhuri: gudha; Yakut: ньирэй оҕо; Yiddish: עופֿעלע‎, זייגקינד‎, זויגלינג‎, בייבי‎, בובעלע‎; Yup'ik: piipiraq; Yámana: kayola; Zulu: usana, ingane