συμμετίσχω: Difference between revisions
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "met gen" to "met gen") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=συμμετίσχω, Att. ook ξυμμετίσχω [συμμετέχω] [[deelgenoot zijn van]], | |elnltext=συμμετίσχω, Att. ook ξυμμετίσχω [συμμετέχω] [[deelgenoot zijn van]], met gen. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 09:51, 4 March 2024
English (LSJ)
= συμμετέχω, τῆς αἰτίας S.Ant.537.
German (Pape)
[Seite 981] = συμμετέχω; καὶ ξυμμετίσχω καὶ φέρω τῆς αἰτίας, Soph. Ant. 533.
French (Bailly abrégé)
c. συμμετέχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμμετίσχω, Att. ook ξυμμετίσχω [συμμετέχω] deelgenoot zijn van, met gen.
Russian (Dvoretsky)
συμμετίσχω: Soph. = συμμετέχω.
Greek Monolingual
Α
(ποιητ. τ.) βλ. συμμετέχω.
Greek Monotonic
συμμετίσχω: = συμμετέχω, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
συμμετίσχω: συμμετέχω, τῆς αἰτίας Σοφ. Ἀντ. 537.
Middle Liddell
= συμμετέχω, Soph.]