σπλαχνίζομαι: Difference between revisions
From LSJ
νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
(38) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και σπλαχνιέμαι Ν<br /><b> | |mltxt=[[σπλαγχνίζομαι]] ΝΜΑ και [[σπλαχνίζομαι]] και [[σπλαχνιέμαι]] Ν [[σπλάχνον]], [[σπλάγχνον]]<br />[[ευσπλαγχνίζομαι]], [[νιώθω]] [[συμπάθεια]], [[οίκτος|οίκτο]] ή [[συμπόνια]] (α. «τον είδε και τον σπλαχνίστηκε» β. «ὁ Ἰησοῦς... εὐσπλαγχνίσθη ἐπ' αὐτοῖς», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ενεργ.</b> [[σπλαγχνίζω]]<br />[[τελώ]] [[θυσία]] και [[τρώω]] τα [[σπλάγχνα]] του σφαγίου. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:40, 5 March 2024
Greek Monolingual
σπλαγχνίζομαι ΝΜΑ και σπλαχνίζομαι και σπλαχνιέμαι Ν σπλάχνον, σπλάγχνον
ευσπλαγχνίζομαι, νιώθω συμπάθεια, οίκτο ή συμπόνια (α. «τον είδε και τον σπλαχνίστηκε» β. «ὁ Ἰησοῦς... εὐσπλαγχνίσθη ἐπ' αὐτοῖς», ΚΔ)
αρχ.
ενεργ. σπλαγχνίζω
τελώ θυσία και τρώω τα σπλάγχνα του σφαγίου.