προσπαρακαλέω: Difference between revisions

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />appeler <i>ou</i> inviter en outre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[παρακαλέω]].
|btext=[[προσπαρακαλῶ]] :<br />appeler <i>ou</i> inviter en outre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[παρακαλέω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 18:35, 16 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπαρακᾰλέω Medium diacritics: προσπαρακαλέω Low diacritics: προσπαρακαλέω Capitals: ΠΡΟΣΠΑΡΑΚΑΛΕΩ
Transliteration A: prosparakaléō Transliteration B: prosparakaleō Transliteration C: prosparakaleo Beta Code: prosparakale/w

English (LSJ)

A call in besides, invite, τοὺς ξυμμάχους Th.1.67, cf. 2.68, 8.98, Luc.Pseudol.2.
2 exhort besides, τινὰς εἶναι ἑτοίμους Plb.3.64.11; Νίκωνα περὶ τῆς λογείας PTeb.58.54 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 776] (s. καλέω), noch dazu rufen, ermuntern, Thuc. 1, 67; med., 2, 68; Sp., wie Pol. 3, 64, 11, Luc. Pseudol. 2.

French (Bailly abrégé)

προσπαρακαλῶ :
appeler ou inviter en outre.
Étymologie: πρός, παρακαλέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-παρακαλέω er nog bij roepen; Thuc.; ook nog uitnodigen. Luc.

Russian (Dvoretsky)

προσπαρακᾰλέω:
1 сверх того призывать (τοὺς ξυμμάχους Thuc.);
2 сверх того побуждать (τινα εἶνοι или ποιεῖν τι Polyb., Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

προσπαρακαλέω: μέλλ. -έσω, προσκαλῶ προσέτι, τοὺς ξυμμάχους, κτλ., Θουκ. 1. 67., 2. 68., 8. 98. 2) παραγγέλλω προσέτι, τινα εἶναι ἑτοῖμον Πολύβ. 3. 64, 11, πρβλ. Λουκ. Ψευδολογ. 2.

Greek Monotonic

προσπαρακαλέω: μέλ. -έσω,
1. προκαλώ επιπλέον, προσκαλώ, σε Θουκ.
2. προτρέπω επιπλέον, παραγγέλω, τινὰ εἶναι ἑτοῖμον, σε Πολύβ.

Middle Liddell

fut. έσω
1. to call in besides, invite, Thuc.
2. to exhort besides, τινὰ εἶναι ἑτοῖμον Polyb.