κοόρτις: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κοόρτις:''' ιος ἡ (лат. [[cohors]]) (римская) когорта Polyb.
|elrutext='''κοόρτις:''' ιος ἡ (лат. [[cohors]]) (римская) [[когорта]] olyb.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 21:20, 21 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοόρτις Medium diacritics: κοόρτις Low diacritics: κοόρτις Capitals: ΚΟΟΡΤΙΣ
Transliteration A: koórtis Transliteration B: koortis Transliteration C: koortis Beta Code: koo/rtis

English (LSJ)

ιος, ἡ, the Roman cohors, Plb.11.23.1, 11.33.1, etc.

German (Pape)

[Seite 1482] ιος, ἡ, die röm. cohors, Pol. 11, 23, 1. 33, 1.

Russian (Dvoretsky)

κοόρτις: ιος ἡ (лат. cohors) (римская) когорта olyb.

Greek (Liddell-Scott)

κοόρτις: -ιδος, ἡ, ἡ παρὰ Ρωμαίοις cohors, σύνταγμα πεζῶν στρατιωτῶν ἐκ τριῶν σπειρῶν, ἤτοι ἓξ λόχων, ἦτο δὲ ἡ κοόρτις τὸ δέκατον τῆς λεγεῶνος, Πολύβ. 11. 23, 1., 11. 33, 1, Ἐπιγραφ.

Greek Monolingual

-ιος και -εως, η (Α κοόρτις, -ιος)
τμήμα στρατού από τρεις σπείρες, που αποτελούσε τη βασική μονάδα, δηλαδή το ένα δέκατο, της ρωμαϊκής λεγεώνας
νεοελλ.
βιολ. σύνολο ατόμων ή ζευγών που έχουν ζήσει μαζί το ίδιο δημογραφικό φαινόμενο κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cohors-tis].