λήμη: Difference between revisions
ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "Rath" to "Rat") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[humour in the corner of the eye]], [[rheum]], also metaph. (Hp., Ar., Plu.).<br />Derivatives: Diminut. [[λημίον]] (Hp.), [[λημύδριον]] (Gal.); <b class="b3">λημ-αλέος</b> (Luc.), <b class="b3">-ηρός</b> (Heliod.), <b class="b3">-ώδης</b> (Alex. Trall.) <b class="b2">full of λ.</b>; <b class="b3">λημ-ότης</b> (Sch.), <b class="b3">-ωσις</b> (medic. pap.; cf. [[ἴλλωσις]], [[κνίδωσις]]); <b class="b3">λημ-άω</b> [[have rheum]] (Hp., Ar.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: An Dor. form seems found in <b class="b3">λάμας μύξας</b> H. (cod. <b class="b3">λαμάς μῦς</b>). Unexplained. Rejectable hypotheses in Bq and Hofmann Et. Wb.; after Mann Lang. 28, 36 f. to Alb. [[llom]] [[dregs]] (phonetically unconvincing), Lat. [[lāma]] [[puddle]], [[marsh]], [[mud]], Lith. <b class="b2">lõmas</b> [[pit]], [[hollow]], [[lower spot]] (semant. unconvincing). - | |etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[humour in the corner of the eye]], [[rheum]], also metaph. (Hp., Ar., Plu.).<br />Derivatives: Diminut. [[λημίον]] (Hp.), [[λημύδριον]] (Gal.); <b class="b3">λημ-αλέος</b> (Luc.), <b class="b3">-ηρός</b> (Heliod.), <b class="b3">-ώδης</b> (Alex. Trall.) <b class="b2">full of λ.</b>; <b class="b3">λημ-ότης</b> (Sch.), <b class="b3">-ωσις</b> (medic. pap.; cf. [[ἴλλωσις]], [[κνίδωσις]]); <b class="b3">λημ-άω</b> [[have rheum]] (Hp., Ar.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: An Dor. form seems found in <b class="b3">λάμας μύξας</b> H. (cod. <b class="b3">λαμάς μῦς</b>). Unexplained. Rejectable hypotheses in Bq and Hofmann Et. Wb.; after Mann Lang. 28, 36 f. to Alb. [[llom]] [[dregs]] (phonetically unconvincing), Lat. [[lāma]] [[puddle]], [[marsh]], [[mud]], Lith. <b class="b2">lõmas</b> [[pit]], [[hollow]], [[lower spot]] (semant. unconvincing). - Rater Pre-Greek than IE? | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 15:18, 16 April 2024
English (LSJ)
ἡ, a humour that gathers in the corner of the eye, rheum, Hp. VM19, Prog.2: in plural, sore eyes, Ar.Lys.301 (v. Sch.): metaph., ἡ τοῦ Πειραιέως λ. the eye-sore of Piraeus, of Aegina, Pericles ap.Arist. Rh.1411a15, Plu.Per.8; Κρονικαὶ λῆμαι old prejudices that dim the mind's eye, Ar.Pl.581; ὄψεως λ. ἡ δεισιδαιμονία Plu.2.1101c. (Cf. λάμας.)
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
chassie ; αἱ λῆμαι humeurs qui troublent le cerveau, chimères.
Étymologie: DELG étym. ignorée.
German (Pape)
ἡ, aus den Augen fließende und in den Augenwinkeln gerinnende Feuchtigkeit, Augenbutter, = γλήμη, Hippocr.; übertragen sagte Perikles τὴν Αἴγιναν ἀφελεῖν, τὴν τοῦ Πειραιῶς λήμην, Arist. rhet. 3.10; vgl. Ath. III.99d.
Bei Ar. Plut. 581 übertragen sind κρονικαὶ λῆμαι altväterische Einbildungen, die das geistige Auge trüben. Vgl. Plut. Non Posse 21.
Russian (Dvoretsky)
λήμη: ἡ
1 гноетечение из глаз: αἱ λῆμαι Arph. больные глаза;
2 перен. бельмо: Αἴγυνα ἡ τοῦ Πειραιέως λ. Arst. Эгина - бельмо в глазу Пирея;
3 предрассудок, заблуждение: Κρονικαὶ λῆμαι Arph. застарелые предрассудки.
Greek (Liddell-Scott)
λήμη: ἡ, ἡ περὶ τοὺς κανθοὺς τῶν ὀφθαλμῶν πεπηγυῖα ὕλη, κοινῶς «τσίμπλα», Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15, Προγν. 32· αἱ λῆμαι, ὀφθαλμοὶ πάσχοντες, Ἀριστοφ. Λυσ. 301, ἔνθα ἴδε Σχολ.· μεταφ. ἡ Αἴγινα ἐκαλεῖτο ὑπὸ τοῦ Περικλέους, ἡ τοῦ Πειραιέως λ., ἡ «τσίμπλα» τοῦ Πειραιῶς, Ἀριστ. Ρητορ. 3. 10, 7, Πλουτ. Περικλ. 8· λῆμαι Κρονικαί, ἀρχαῖαι προλήψεις ἐμποδίζουσαι τὴν πνευματικὴν ὄρασιν, Ἀριστοφ. Πλ. 581· ὄψεως λ. ἡ δεισιδαιμονία Πλούτ. 2. 1101C. - ὁ Ἱππ. 943, ἔχει καὶ λημίαι, αἱ. Πιθανῶς ἐκ τῆς √ΓΛΑΜ, πρβλ. γλᾰμάω, γλαμυρός, γλάμων, Λατ. gram-ia, gram-iosus· ἴδε Γγ. Ι.)
Greek Monolingual
η (AM λήμη, Μ και λήμμη)
ωχρόλευκο λιπώδες έκκριμα τών ταρσαίων αδένων τών βλεφάρων το οποίο συγκεντρώνεται ιδίως στον εσωτερικό κανθό του ματιού, η τσίμπλα
αρχ.
1. στον πληθ. αἱ λῆμαι
τα πάσχοντα, τα ερεθισμένα μάτια
2. φρ. α) «ἡ τοῦ Πειραιῶς λήμη» — η Αίγινα
β) «Κρονικαὶ λῆμαι» — αρχαίες προλήψεις που εμπόδιζαν την πνευματική όραση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση του τ. με αλβ. llom «κατακάθι» παρουσιάζει μορφολογικές δυσχέρειες, ενώ η σύνδεση με λατ. lāma «τέλμα» και λιθουαν. lōmas «λάκκος, κοιλότητα» παρουσιάζει σημασιολογικά προβλήματα.
Greek Monotonic
λήμη: ἡ, ύλη που μαζεύεται στη γωνία των ματιών, κοινώς «τσίμπλα»· μεταφ., ο Περικλής καλούσε την Αίγινα, ἡ τοῦ Πειραιέως λήμη, «τσίμπλα» (δηλ. αποκρουστικό θέαμα) του Πειραιά, σε Αριστ., Πλούτ.· λῆμαι Κρονικαί, αρχαίες προλήψεις που εμποδίζουν την πνευματική όραση, σε Αριστοφ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: humour in the corner of the eye, rheum, also metaph. (Hp., Ar., Plu.).
Derivatives: Diminut. λημίον (Hp.), λημύδριον (Gal.); λημ-αλέος (Luc.), -ηρός (Heliod.), -ώδης (Alex. Trall.) full of λ.; λημ-ότης (Sch.), -ωσις (medic. pap.; cf. ἴλλωσις, κνίδωσις); λημ-άω have rheum (Hp., Ar.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: An Dor. form seems found in λάμας μύξας H. (cod. λαμάς μῦς). Unexplained. Rejectable hypotheses in Bq and Hofmann Et. Wb.; after Mann Lang. 28, 36 f. to Alb. llom dregs (phonetically unconvincing), Lat. lāma puddle, marsh, mud, Lith. lõmas pit, hollow, lower spot (semant. unconvincing). - Rater Pre-Greek than IE?
Middle Liddell
λήμη, ἡ,
a humour that gathers in the corner of the eye, gum, rheum:—metaph., Pericles called Aegina ἡ τοῦ Πειραιέως λ. the eyesore of Peiraeeus, Arist., Plut.; λῆμαι Κρονικαί old prejudices that dim the eyes, Ar.
Frisk Etymology German
λήμη: {lḗmē}
Grammar: f.
Meaning: Augenbutter, auch übertr. (Hp., Ar., Plu. u. a.).
Derivative: Deminutiva λημίον (Hp.), λημύδριον (Gal.); sonstige Ableitungen: λημαλέος (Luk.), -ηρός (Heliod.), -ώδης (Alex. Trall.) voll Augenbutter, triefäugig; λημότης (Sch.), -ωσις (mediz. Pap.; vgl. ἴλλωσις, κνίδωσις); λημάω Triefaugen haben (Hp., Ar. u. a.). — Eine dor. Form scheint in λάμας· μύξας H. (cod. λαμάς· μῦς) zu stecken.
Etymology: Unerklärt. Abzulehnende Hypothesen bei Bq und Hofmann Et. Wb.; nach Mann Lang. 28, 36 f. zu alb. llom Bodensatz (lautlich unbefriedigend), lat. lāma Lache, Morast, Sumpf, lit. lõmas Grube, Höhle, Vertiefung (begrifflich wenig überzeugend).
Page 2,116
Mantoulidis Etymological
(=τσίμπλα). Πιθανόν Ἀπό ρίζα γλαμ- τοῦ γλαμάω, συνωνύμου μέ τό λημάω (=εἶμαι τσιμπλιάρης).
Παράγωγα: λημαλέος (=τσιμπλιάρης), γλαμυρός (=τσιμπλιάρης), γλάμων (=τσιμπλιάρης).