ἐγκυβιστάω: Difference between revisions
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2") |
lsj>Spiros mNo edit summary |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐγκῠβιστάω''': κυβιστῶ, πηδῶ κατὰ κεφαλὴν [[ἐντός]] τινος, «ἐγκυβιστᾶν τοῖς πράγμασι, τὸ ῥιψοκινδύνως τι πράττειν» Σουΐδ. ἐν λέξει [[κύβος]]. | |lstext='''ἐγκῠβιστάω''': κυβιστῶ, πηδῶ κατὰ κεφαλὴν [[ἐντός]] τινος, «ἐγκυβιστᾶν τοῖς πράγμασι, τὸ ῥιψοκινδύνως τι πράττειν» Σουΐδ. ἐν λέξει [[κύβος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἐγκυβιστῶ ([[ἐγκυβιστάω]]) (Α)<br /><b>1.</b> [[κυβιστώ]], [[πέφτω]] με το [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> [[ριψοκινδυνεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:54, 6 October 2024
English (LSJ)
plunge headlong into, πράγμασιν Suid. s.v. κύβος.
Spanish (DGE)
1 tirarse de cabeza c. dat. τούτῳ (τῷ φρέατι) Anon.Mirac.Thecl.19.24, θαλάσσῃ Eust.1543.41.
2 precipitarse, lanzarse, meterse de lleno fig., c. dat. μᾶλλον αὐτοῖς (νόμοις) αἱ πονηραὶ φύσεις ἐνεκυβίστησαν Synes.Ep.73 (p.130), βυθῷ θαυμάτων ἐγκυβιστῶν Antip.Bost.Io.Bapt.3, ἐγκυβιστᾶν τοῖς πράγμασιν Sud.s.u. κύβος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκῠβιστάω: κυβιστῶ, πηδῶ κατὰ κεφαλὴν ἐντός τινος, «ἐγκυβιστᾶν τοῖς πράγμασι, τὸ ῥιψοκινδύνως τι πράττειν» Σουΐδ. ἐν λέξει κύβος.
Greek Monolingual
ἐγκυβιστῶ (ἐγκυβιστάω) (Α)
1. κυβιστώ, πέφτω με το κεφάλι
2. ριψοκινδυνεύω.